Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/58

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
56

—«Εἶναι μακριὰ ἀπὸ δῶ, σ’ ἄλλο βουνό· πίσω τὸν ἥλιο!»

—«Γιὰ πές μας, κυρούλα, λέει ὁ Κωστάκης, ἀνάβει καμιὰ φωτιὰ τὴ νύχτα;»

—«Ἀνάβει καὶ φωτιὰ πολλὲς φορές».

—«Ἀκοῦς, Μαθιέ!» λέει ὁ Κωστάκης.

—«Ναῖσκε, σ’ αὐτὴ τὴ φωτιὰ ὁ ξορκισμένος καίει τὰ δαχτυλίδια καὶ τὰ σκουλαρίκια καὶ τὰ χρυσὰ μαλλιὰ τῶν νυφάδων ποὺ ἅρπαξε. Φαίνονται δὰ στὴν ἀνηφοριὰ τὰ πετρωμένα τοὺς συμπεθερικά. Μόνο ἂς ποῦμε τὸ Κύρι’ ἐλέησον τρεῖς φορές: Κύρι’ ἐλέησον! Κύρι’ ἐλέησον! Κύρι’ ἐλέησον!

»Βοηθῆστε με, παιδιά μου, νὰ φορτωθῶ, γιατὶ νύχτωσα. Ἄχ!»

Τὴ βόηθησαν νὰ φορτωθῆ τὸ δεμάτι τὰ ξύλα καὶ τράβηξε σιγὰ τὸν κατήφορο.



26. Ὁ Λάμπρος ὁδηγεῖ τὸ κοπάδι.

Μαῦρα ποὺ εἶναι τὰ γίδια!

Πῶς περπατεῖ τὸ κοπάδι, ὅλο μαζί, γρήγορα πολύ, σὰ νὰ βιάζεται. Μαυρίζει καὶ γυαλίζει στὸν ἥλιο· ὅλα τὰ γίδια του εἶναι μαῦρα, πίσσα. Μόνο τὸ μαλλὶ τοῦ σκύλου καὶ τὸ ροῦχο τοῦ τσοπάνη ξεχωρίζουν σ’ αὐτὴ τὴ μαυρίλα.

Μὰ τί μικρὸς τσοπάνης, ποὺ ὁδηγεῖ τόσο μεγάλο κοπάδι; Νάναι ὁ Λάμπρος; Αὐτὸς εἶναι.

«Ἂ τὸ ἀγριοκάτσικο» λέει ὁ Φάνης. «Γιὰ πᾶμε νὰ τοῦ βγοῦμε μπροστά».

Δὲν ἦταν κοντὰ τὸ κοπάδι. Ὁ Φάνης ὅμως κι ὁ Δῆμος