Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/55

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
53


25. Ἡ γριὰ Χάρµαινα.

Ἐνῶ ἀνέβαιναν γιὰ τὸ Χλωρό, ἀπάντησαν μιὰ γριὰ φορτωμένη ἕνα δεμάτι κλαδιά.

Ἦταν ἡ βάβω ἡ Χάρμαινα, ἡ πιὸ γριὰ ποὺ ὑπάρχει στὸ Μικρὸ χωριό. Λένε πὼς εἶναι ἐνενήντα χρονῶν, μὰ ἡ ἴδια δὲ θυμᾶται πόσο εἶναι. Κι ὅμως δὲν μπορεῖ, λέει, νὰ ζήση χωρὶς δουλειά.

Θὰ δουλεύη ὥσπου νὰ τὴν πάρη ὁ Θεός.

«Καλημέρα, κυρούλα» τῆς φώναξαν.

—«Ἡ ὥρα ἡ καλή, ἀγγόνια μου» ἀπάντησε.

—«Εἶσαι καλά, κυρούλα;»

—«Τί καλὰ νὰ εἶμαι γώ, παιδιά μου! Μόνο δόξα νάχη ὁ Θεός. Ἄχ, ἂς ξαποστάσω λίγο».


Ἀπόθεσε τὸ μικρὸ της φόρτωμα στὸ πεζούλι κι ἀναστέναξε ἡ κυρούλα ἡ καημένη· ἀναστέναξε ἀπὸ τὸν κόπο κι ἀπὸ τὰ χρόνια.

Εἶχε βαρεθῆ νὰ ζῆ. Ἔτσι λέει. Κι ὅμως ἄν ἐρχόταν ἕνας νὰ τῆς πάρη καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὸ φόρτωμα, δὲ θάδινε οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο.

Ὅσο κανεὶς στέκει στὰ πόδια του, εἶναι πάντα ἡ ζωὴ καλή.


Ἀπὸ τὴ ζώνη τῆς γριᾶς κρεμόταν ἕνα μικρὸ μπουκαλάκι, ποὺ εἶχε μέσα λάδι.

«Κι ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι, κυρούλα;»

—«Ἡ χάρη της! Πῆγα κι ἄναψα τὸ καντήλι στὴν Ἅγια Ζώνη, στὸ ρημοκλήσι.