Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/52

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
50

Ἅμα βρῆ κανένα σπόρο
μέσα στὴν αὐλή,
τὸ κεφάλι του σηκώνει
καὶ τὸ διαλαλεῖ,
νὰ τὸ μάθουνε σὲ δύση
καὶ σ’ ἀνατολή.



Τὴ στιγμὴ ποὺ σουλατσάρει
μὲ τὸ βῆμα ἀργό,
«δὲν ξανάειδα, λὲν οἱ κότες,
τέτοιο στρατηγό».
Μὰ κι ὁ ἴδιος συλλογιέται:
«μωρὲ τ’ εἶμαι γώ!»



Ξάφνω βλέπει ἕνα γεράκι....
Ἄχ! τὴν ὥρα αὐτὴ
τὸ βαρὺ περπάτημά του
ἔχει μπερδευτῆ,
κι ἀστραπὴ μὲς στὸ κοτέτσι
τρέχει νὰ κρυφτῆ.



24. Οἱ Ζαβοπαναγῆδες.

Ὅταν τελείωσαν τοὺς δρόμους τὰ παιδιά, πῆραν τὰ ἐργαλεῖα καὶ κατέβηκαν στὸ Μικρὸ χωριὸ γιὰ νὰ τὰ δώσουν πίσω.

Φτάνοντας στὴν πλατεῖα εἶδαν τὸ Ζαβοπαναγή. Εἶχε πάρει μὲ τὴ γνώμη του ἄλλους τέσσερες χωριανούς. Φώναζαν κι αὐτοὶ στὸν προεστό, πὼς τὸ δρόμο δὲν πρέπει νὰ τὸν διορθώσουν οἱ κάτω χωριανοί, μὰ οἱ χωριανοὶ τῆς ἀπάνω συνοικίας.