«Νὰ φτιάσωμε σήμερα ἕνα ἄλλο!» εἶπαν τώρα. «Ἕνα μὲ ξύλα καὶ μὲ γερὴ πόρτα».
—«Δὲ φτάνει αὐτό, παιδιά» λέει ὁ Ἀντρέας. «Ἤρθαμε στὴν ἐρημιὰ νὰ καθίσωμε χωρὶς σκύλο...... Τώρα ποὺ τὴν πάθαμε, καταλαβαίνομε πόσο μᾶς χρειάζεται αὐτὸς ὁ σύντροφος».
«Νὰ βροῦμε ἕνα!» φώναξαν τὰ παιδιά, κι ἔγιναν ἔξαφνα χαρούμενα. Συλλογίστηκαν ἕνα σκύλο ποὺ θὰ παίζη μαζί τους, ποὺ θὰ ξαγρυπνᾶ καὶ θὰ εἶναι φύλακας. Ἄρχισαν στὴ στιγμὴ νὰ τοῦ βγάζουν ὄνομα, νὰ τὸν λένε Πιστό, Σκοπό, Φλόξ, σὰ νὰ ἦταν μπροστά τους.
«Ἄν τὸν εἴχαμε χτές, ἔλεγαν, θὰ γλίτωναν οἱ τρεῖς κότες κι ὁ καημένος ὁ χωριάτικος κόκορας».
Μὰ ἐνῶ ἔλεγαν αὐτὰ πρόβαλε ἀπ’ τοὺς θάμνους ὁ ἄλλος κόκορας, ἐκεῖνος ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους.
Φαινόταν σὰ νὰ ἔλεγε: «Ἔχετε κόκορα! δὲ μὲ βλέπετε;» Καὶ καμάρωνε ὅσο κανένας ἄλλος. Ὅλος ὁ Χλωρός, ὁλόκληρος ὁ κόσμος τοῦ φαινόταν δικός του.
«Νὰ, νὰ!» λέει ὁ Χρίστος. «Νὰ ὁ δικός μας. Τὴ γλίτωσε».
Ὁ κόκορας στάθηκε λίγο μὲ τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ ἔκαμε ἕνα σιγαλὸ «κό, κό, κό». Γιὰ τὸν ἑαυτό του βέβαια θὰ μιλοῦσε.
Ὁ Χρίστος κι ὁ Δῆμος τότε ἄρχισαν νὰ λένε «τὸ τραγούδι τοῦ κόκορα μὲ τὸ γεράκι», ποὺ κι ὁ ἴδιος στάθηκε καὶ τ’ ἄκουγε, σὰ νὰ ἦταν γι’ αὐτόν:
Ἕνας κόκορας ολάσπρος,
μὲ ψηλὸ λειρί,
καμαρώνει καὶ φουσκώνει
καὶ λιλιὰ φορεῖ,
καὶ θαρρεῖ πὼς τὸ κοτέτσι
μόλις τὸν χωρεῖ.