Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/50

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
48

Τὸ κοτέτσι ἀναστατώθηκε, μὰ ἦταν ἀργά. Οἱ καημένες οἱ κότες κοιμόνταν βαθιά. Τί ὄνειρο νὰ ἔβλεπαν;

Δυστυχισμένη κότα ποὺ εἶχες τὴ φλωροκίτρινη τραχηλιά, σὰ χωριάτικο μαντίλι!

Καημένε κόκορα μὲ τὸ μεγάλο λειρὶ ἀπὸ τὸ Μικρὸ χωριό!


Ἀπάνω σ’ ἕνα πεσμένο κορμὸ δέντρου, ξεκουράζεται ἡ ἀλεποὺ ἀπὸ τὸ κυνήγι, καὶ λέει στὰ μικρά της:

«Ἡ καλύτερη κοινότητα εἶναι κείνη ποὺ δὲν ἔχει σκύλο».



23. Οἱ νοικοκυραῖοι παίρνουν εἴδηση.

«Λείπουν τέσσερες!» εἶπε τὴν ἄλλη μέρα ὁ Γιῶργος, ποὺ τὸν εἶχαν βάλει νὰ φροντίζη γιὰ τὶς κότες. Ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκαν ἀνάμεσα στὰ δέντρα τὶς μέτρησε καὶ βγῆκαν μόνο ἑφτά. Τί ἔγιναν οἱ ἄλλες; Πῆγε πάρα κάτω, ἔψαξε ἀνάμεσα στὰ χαμόκλαδα κι ἔρριξε λίγες πέτρες. Μὰ καμιὰ δὲ φάνηκε.

«Γιὰ ἔλα δῶ, Γιῶργο» φώναξε ὁ Δῆμος ποὺ στεκόταν μπροστὰ στὸ μικρὸ κοτέτσι. «Κοίταξε».

Ὁ Γιῶργος εἶδε κάτω στὸ χῶμα λίγα φτερά, καὶ τὰ ξύλα ποὺ κουρνιάζουν οἱ κότες σκορπισμένα.

Ὅταν ἄκουσαν τ’ ἄλλα παιδιὰ ἐκεῖ κοντὰ πὼς χάθηκαν κότες, ἔτρεξαν κοντὰ στὸ Δῆμο καὶ στὸ Γιῶργο. Εἶδαν τὸ κοτέτσι, κοιτάχτηκαν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο κι ἔκαμαν ὅλοι τὴν ἴδια σκέψη: «μᾶς τὴν ἔφτιασε ἡ ἀλεπού».

Μὰ ποιὸς ἔφταιγε; τώρα κατάλαβαν τὸ λάθος τους.

Σ’ ἕνα δάσος ποὺ ζοῦνε μέσα ἀλεποῦδες καὶ κουνάβια, ἄφησαν τὶς κότες νὰ κουρνιάζουν μέσα σὲ κοτέτσι ἀνοιχτό.