Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/38

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
36

Ἀκολούθησαν τὸν κατηφοριαστὸ δρόμο, βρῆκαν τὸ χώρισμα, πῆραν τὸ δεξὶ μέρος. Ὁ δρόμος ἦταν πολὺ ἀνάποδος.

Περπάτησαν μιὰ ὥρα, καὶ τέλος φάνηκε τὸ χωριό, ἐκεῖ ποὺ τελειώνουν οἱ δυὸ γκρεμοὶ καὶ σχηματίζεται κάποιο ρέμα. Ἦταν σπίτια μαζεμένα σὰν ἥσυχα πρόβατα κάτω απὸ φουντωτὰ πλατάνια καὶ καρυδιές.


Μισὴ ὥρα πρὶν φτάσουν ἄκουσαν φιλονικία. Εἶδαν ἕνα γέρο κι ἕναν ἄλλο χωριανὸ νὰ φιλονικοῦν γιὰ τὸ δρόμο ποὺ ἦταν χαλασμένος.

«Εἶναι ἢ δὲν εἶναι δρόμος τῆς κοινότητας;» ἔλεγε ὁ γέρος.

—«Εἶναι».

—«Ἀφοῦ τὸν ἔχω δρόμο κι ἐγὼ και σὺ, ἀφοῦ εἶναι καὶ γιὰ τὸ δικό σου καὶ γιὰ τὸ δικό μου ζῶο καὶ πάει στὰ χωράφια ὅλων μας, δὲν πρέπει λοιπὸν ἐμεῖς νὰ τὸν διορθώσωμε στὸ χαλασμένο μέρος;»

—«Νὰ τὸν φτιάσουν οἱ ἀπάνω χωριανοί. Τί μοῦ κάθονται;»

—«Ἐκεῖνοι δούλεψαν προχτὲς στὴ βρύση καὶ θὰ κάμουν ἄλλες κοινοτικὲς δουλειὲς μεθαύριο. Σήμερα ἐμεῖς, αὔριο κεῖνοι, γιατί νὰ μαλώνωμε;»

—«Ὄχι, θάρθουν αὐτοὶ νὰ δουλέψουν».

—«Εἶσαι ζαβός, Παναγή» φώναξε ὁ γέρος. «Νά, ἐσὺ δὲν ἀφήνεις τὸ χωριὸ σὲ ὁμόνοια».

Καὶ τράβηξε τὸν κατήφορο θυμωμένος.

Ὁ γέρος αὐτὸς θὰ ἦταν φαίνεται ὁ προεστὸς τοῦ χωριοῦ.