«Ἀπίστευτο μοῦ φαίνεται, λέει ὁ Κωστάκης, πὼς αὐτὲς οἱ πατάτες ποὺ ξεφλούδιζα ἔγιναν φαγητό».
Τὸ ἴδιο κι ὁ Δημητράκης. Δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψη πὼς ἔγιναν φαγητὸ οἱ ντομάτες ποὺ ἔκοβε. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιῶργος· τὸ ἴδιο κι ὁ Φουντούλης.
Παίζοντας ἔκαμαν ὅλη αὐτὴ τὴ δουλειὰ, καὶ νὰ τί κατάφεραν! Τρῶνε φαγητὸ δικό τους.
Καθένας ἐργάστηκε γιὰ τὸν ἐαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους· ὅλοι πάλι δούλεψαν γιὰ τὸν ἕνα. Ἔτσι ἔκαμαν ἐκεῖνο ποὺ λέμε κοινότητα.
Θὰ κατορθώσουν τὸ ἴδιο καὶ γιὰ ὅλα τ’ ἄλλα; Θὰ μπορέσουν ὁ ἕνας νὰ ἐργάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, κι οἱ ἄλλοι γιὰ τὸν ἕνα; Τότε ἡ μικρή τους κοινότητα θὰ γίνη παράδειγμα σὲ πολλὲς ἄλλες. Σηκώνουν λοιπὸν τὰ ποτήρια τους καὶ πίνουν στην ὑγειά της.
«Πίνω αὐτὸ τὸ κρασί» λέει ὁ Κωστάκης, καὶ σηκώνει τὸν τενεκὲ μὲ τὸ νερό, «στὴν ὑγειὰ τοῦ σημερινοῦ μας μάγειρα».
—«Πίνω αὐτὸ τὸ ρακί» λέει ὁ Ἀντρέας, καὶ σηκώνει τὸ παγούρι του μὲ τὸ νερό, «στὴν ὑγειὰ ὅλων τῶν συντρόφων ποὺ μαγείρεψαν μαζί μου».
—«Πίνω τὴ βρύση ὅλη, λέει ὁ Φάνης, στὴν ὑγειὰ τῆς κοινότητας».
—«Ἐβίβα, ἐβίβα!» φώναξαν, καὶ ὅλοι γελοῦσαν. Μόνο ὁ Φουντούλης ἦταν δακρυσμένος. Αὐτὸς εἶχε καθαρίσει τὰ κρεμμύδια.