Κάπου κάπου ἔλεγε καμιὰ λέξη ποὺ τὰ παιδιὰ δὲν τὴν καταλάβαιναν ἀμέσως, μόνο ἀπὸ τὸ νόημα. Ἔλεγε τὰ πρόβατα πράτα, τὸ ροῦχο σκτί, τὸ πάλι τὸ ἔλεγε μάτα καὶ τὰ γίδια τὰ ἴδια. Μὰ τὰ παιδιὰ δὲ θυμοῦνται καμιὰ κοπέλα νὰ τοὺς μίλησε ποτὲ μὲ τόση ὀμορφιά.
Κι ὅταν βγῆκε ἔξω μιὰ στιγμή, γιατὶ ἄκουσε τὰ πατήματα τοῦ παπποῦ, θυμήθηκαν τὰ λόγια της πὼς ἔχει συγγένεια μὲ τὰ δέντρα. Ἦταν ἀλήθεια σὰ δεντρί!
16. Τὸ πρῶτο συσσίτιο.
Ὅταν γύρισαν ἀπό τοὺς βλάχους ὁ Δῆμος κι ὁ Φάνης καὶ πλησίαζαν στὶς καλύβες, εἶδαν νὰ βγαίνει ἀχνὸς ἀπὸ τὴ μεγάλη κατσαρόλα.
«Τί ὡραία μυρουδιά!» φώναξαν ἀπὸ λίγα βήματα μακριά. «Τί; ἔγινε κιόλας;»
—«Ἔγινε!» εἶπε ὁ Αντρέας μὲ τὴν κουτάλα στὸ χέρι.
—«Καὶ τί φαγητὸ εἶναι;»
—«Πατάτες μὲ πατάτες» λέει ὁ Κωστάκης γελώντας.
—«Μὴ σᾶς νοιάζει, παιδιά, λέει ὁ Δῆμος, κι ἀπὸ αὔριο θάχωμε κρέας νὰ τρῶμε. Εἴδαμε τὸν τσέλιγκα!»
Τοὺς διηγήθηκε πὼς εἶδαν τὴν Ἀφρόδω μὲ τὸ Λάμπρο, καὶ πὼς ὁ παππούς των, ὁ γεροτσέλιγκας, τοὺς εἶπε νὰ στέλνουν ν’ ἀγοράζουν ὅσο κρέας τοὺς χρειαστῆ, ἀκόμη καὶ γάλα.
Μὰ ἐνῶ μιλοῦσαν, ὅλο τριγύριζαν τὸ γιαχνί. Ἦταν τὴ στιγμὴ ἐκείνη μὲ τὸν ἀχνό του καὶ τὴ μυρουδιά του καλύτερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἀρνιὰ τοῦ τσέλιγκα.