Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/33

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
31

ψιμο, ἄρμεγμα, ζύμωμα, τάγισμα τοῦ κοπαδιοῦ. Ὕπνος λίγος· ξαγρύπνια, νυχτοπερπάτημα.


Αὐτὰ διηγόταν ἡ Ἀφρόδω.

Μὰ ἐνῶ τὰ ἔλεγε ὀρθή, κοιτάζοντας τὴ ρόκα καὶ κλωσταίνοντας τὸ μαλλί, τόσο χαριτωμένο χαμόγελο εἶχε, ποὺ δὲν ἔμοιαζαν μὲ βάσανα.

«Δὲν ἀφήνεις τὰ πρόβατα, εἶπε ὁ Φάνης, νάρθης κάτω μὲ τὰ δικά μας τὰ κορίτσια;»

Ἡ Ἀφρόδω γέλασε καὶ ἀπάντησε πὼς δὲν τ’ ἀφήνει γιὰ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Ἐδῶ εἶναι ἡ γενιά της, ἀδέρφια, πατέρας, μάνα, γαμπροί, παπποῦδες· τὰ γεροθανασαίικα, ποὺ λέει ὁ λόγος. Μὰ ὄχι μόνο τοῦτο, ἔχει κι ἄλλο συγγενολόγι.

«Ἔχω συγγένεια, εἶπε, μὲ κάθε δεντρί... Ἐδῶ γίναμε ἕνα κλαριὰ καὶ βλάχοι, τόσον καιρὸ μαζί. Ἀντάμα μεγαλώνομε, ἀντάμα βρεχόμαστε καὶ χιονιζόμαστε, μαζὶ παίρνομε τὸν ἥλιο. Ἔχουν καὶ κεῖνα χάδι καὶ χαϊδεύουν, φωνὴ καὶ λαλοῦνε· δὲν ἀκοῦς ἅμα τὰ φυσάει ἀέρας! Καὶ τὰ μικρὰ ποὺ εἶναι σὰν τ’ ἀδέρφι μου τὸ Λάμπρο, καὶ τὰ μεγάλα ποὺ μοιάζουν τοῦ παπποῦ, ὅλα μὲ γνωρίζουν, ὅπως γνωρίζουν κι ὅλους τοὺς βλάχους, ὅλη τὴ γενιά.

»Ἑκατὸ πρόβατά μας ἀποκοιμίζει στὸν ἴσκιο του τὸ μεσημέρι ἕνας πεῦκος ἐκεῖ κάτω. Αὐτὰ ἔχομε συντρόφους κι ἐμεῖς. Τὴν ἡμέρα τὰ δέντρα καὶ τὸ βράδυ τ’ ἀστέρια ποὺ μᾶς φέγγουν γιὰ τὴ βοσκή».


Πολὺ μαλλὶ ἀπὸ τὴ ρόκα τῆς Ἀφρόδως ἔγινε νῆμα καὶ πῆγε στὸ ἀδράχτι μὲ τούτη τὴν κουβέντα. Καὶ πάλι ἔγνεθε γιὰ νὰ μὴ χάνη καιρό.