Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/30

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
28

Τὸ βλαχόπουλο ἀπάντησε καὶ πάλι μὲ τὸ χέρι. Τὸ σήκωσε κι ἔδειξε μιὰ καλύβα.


Στὴν πόρτα στεκόταν μιὰ κοπέλα.

Φοροῦσε τὰ τσαρούχια της, τὴ ζώνη της, τὴν κεντημένη της ποδιά. Εἶχε μαῦρα μάτια, τὰ ἴδια σὰν τοῦ μικροῦ τσοπάνη.

«Αὐτὴ ποιὰ εἶναι;» ρώτησαν τὰ παιδιὰ τὸ βλαχόπουλο.

—«Ἡ Ἀφρόδω».

—«Ἀδερφή σου εἶναι;»

—«Χά».

—«Ἔχεις κι ἄλλες ἀδερφές;»

—«Ἀχά».

—«Ὁ πατέρας σου εἶναι δῶ;»

Τὸ βλαχόπουλο πάτησε τὴ γλῶσσα του μέσα ἀπὸ τὰ δόντια κι ἔκαμε:

«Tσ!»

Δὲν ἦταν γιὰ πολλὰ λόγια. Πρῶτα ἔλεγε καμιὰ λέξη, τώρα ἔφτασε στὸ «χὰ» στὸ «τς». Θὰ πῆ πὼς ἡ κουβέντα ἔπρεπε νὰ σταματήση ἐδῶ. Γιατὶ πάρα πέρα δὲν εἶναι πιὰ παρὰ τὰ νοήματα.


Ὡστόσο ἡ καλὴ Ἀφρόδω καλωσώρισε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς εἶπε νὰ περάσουν μέσα στὴν καλύβα.

Ὅταν τὴν εἶδαν ξαφνίστηκαν. Ἦταν τόσο νοικοκυρεμένη! Σπίτι ἀληθινό.

«Νὰ καλύβα, Φάνη, εἶπε ὁ Δῆμος, ὄχι σὰν τὶς δικές μας!»

Ἡ Ἀφρόδω χαμογέλασε.

«Νὰ εἴχαμε κι ἐμεῖς πρόβατα καὶ γίδια, εἶπε ὁ Φάνης, θὰ ἦταν κι ἡ δική μας καλή».