Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/3

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ


1. Οἱ τρεῖς φωτιές.


Βραδιάζει. Τί λαμπρὴ φωτιὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ φάνηκε στὸ βουνό!

Πρῶτος ὁ Φάνης τὴν εἶδε. Πρῶτος αὐτὸς βλέπει τὶς ὀμορφιὲς τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ, καὶ τὶς δείχνει στ’ ἄλλα παιδιά: τὸν ἥλιο ποὺ βασιλεύει, τὰ σύννεφα ποὺ τρέχουν στὸν οὐρανό, τὸ ἄστρο ποὺ καθρεφτίζεται στὸ ρυάκι.

«Κοιτᾶτε, εἶπε, μιὰ φωτιὰ ἐκεῖ ἀπάνω» κι ἔδειξε τὴ φωτιὰ στὰ δυὸ παιδιὰ ποὺ ἦταν μαζί του, στὸ Μαθιὸ καὶ στὸν Κωστάκη.

Κάθονται κι οἱ τρεῖς αὐτὴ τὴν ὥρα στὸ πεζούλι τῆς ἐκκλησίας. Εἶναι κουρασμένοι ἀπὸ τὸ πολὺ παιχνίδι. Ἔχουν διακοπές.

«Ναί, ἀλήθεια, μιὰ φωτιά!» εἶπαν οἱ ἄλλοι δυό.

«Πῶς λάμπει!» εἶπε ὁ Φάνης. «Σὰν τὸ χρυσάφι».


Τὰ παιδιὰ τὴν κοιτάζουν καὶ ρωτοῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο: ποιὸς τάχα τὴν ἄναψε; Μήπως οἱ τσοπάνηδες ποὺ βόσκουν τὰ κοπάδια; Μήπως οἱ λοτόμοι, ποὺ κόβουν τὰ δέντρα μὲ τὰ τσεκούρια; Ἢ μήπως κανένας ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήση στὸν Ἁι-Λιά; Κάπου ἐκεῖ κοντὰ εἶναι αὐτὸ τὸ μοναστήρι.

«Μπορεῖ νὰ μὴν τὴν ἄναψαν ἄνθρωποι» εἶπε ὁ Κωστάκης.

—«Τότε ποιός;»