Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/26

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
24

κάτω ἀπὸ τὴ βρύση. Ὁ Δημητράκης φώναζε σὰν κατσίκι. Ὁ Πάνος τὸν ἄφησε, κι ἔβαλε τὸ δικό του κεφάλι στὴ βρύση. Ἄφηνε τὸ κρύο νερὸ νὰ πηγαίνη στὸ σβέρκο του, στὸ στῆθος του.


Ὅταν πλύθηκαν, ἦρθε νὰ τοὺς δῆ ὁ κὺρ Στέφανος. Ὁ καλὸς ἄνθρωπος ποὺ τοὺς ἔφερε ὡς ἐδῶ, θὰ πήγαινε στὴ χώρα γιὰ τὶς δουλειές του. Φεύγοντας τοὺς εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια:

«Εἰκοσιέξι ἄνθρωποι γιὰ νὰ ζήσουν στὸ βουνό, πρέπει ὅλα νὰ τὰ κάμουν μὲ τὰ χέρια τους. Νὰ ψήνουν τὸ ψωμί, νὰ κουβαλοῦν τὸ νερό, νὰ βράζουν τὸ φαΐ.

»Εἶστε εἰκοσιέξι συγκάτοικοι, ποὺ πρέπει νὰ ζήσετε μαζὶ στὸ ἴδιο μέρος· ἔχετε τὶς ἴδιες δυσκολίες καὶ τὶς ἴδιες ὠφέλειες. Κάνετε λοιπὸν μιὰ κοινότητα. Πῶς αὐτὴ θὰ ζήσει χωρὶς μαγαζί, χωρὶς μύλο, χωρὶς τίποτα;

»Κάποιος ἀπὸ σᾶς πρέπει νὰ γίνει φούρναρης, μπακάλης, μυλωνάς. Ὅ τι χρειάζεται γιὰ νὰ συντηρηθῆτε πρέπει νὰ τὸ βρεῖτε μόνοι σας, ὅπως οἱ βοσκοί, οἱ βλάχοι καὶ οἱ λοτόμοι. Θὰ φᾶτε ἢ δὲ θὰ φᾶτε σήμερα;»

—«Θὰ φᾶμε» ἀπάντησε ὁ Φουντούλης.

—«Νὰ ἰδοῦμε ὅμως πῶς θὰ φᾶτε. Ἔ, ὅσο γιὰ σήμερα ἔχετε δὰ ἕναν κουτσομάγερα, τὸν Ἀντρέα. Αὐτὸς ἔμαθε ἀπὸ τοὺς λοτόμους τὸ γιαχνί. Σήμερα θὰ εἶναι μάγειρας γιὰ ὅλους σας. Τώρα βοηθῆστε κι οἱ ἄλλοι νὰ γίνη τὸ φαΐ».

Ὁ Γιωργάκης, ὁ Ἀλέκος κι ὁ Δημητράκης πῆραν νὰ ξεφλουδίσουν τὶς πατάτες, ὁ Δῆμος κι ὁ Καλογιάννης νὰ κόψουν τὰ φασόλια καὶ τὶς ντομάτες. Ἄλλοι πῆραν νὰ καθαρίσουν τὰ κρεμμύδια κι ἄλλοι ἄναψαν τὴ φωτιά.