Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/24

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
22

ἔχει τίποτα, τοῦ κακοφάνηκε. Δὲν ἤθελε νὰ ξανακοιμηθῆ, μήπως πάθη πάλι τὸ ἴδιο. Μὰ ἡ κούραση τὸν ἀποκοίμισε.


Ὁ Φάνης ἄνοιξε τὰ μάτια του. Ἀπὸ κάποιες τρῦπες τῆς καλύβας βλέπει οὐρανό, καὶ καταλαβαίνει πὼς εἶναι ἀκόμη νύχτα.

Μὰ δυσκολεύεται νὰ κοιμηθῆ ἄλλο. Ντύνεται καὶ γλιστρᾶ ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα· θέλει νὰ δῆ τὴ νύχτα στὸ δάσος. Κάθισε κεῖ ἀπέξω καταγῆς.


Πρώτη φορὰ εἶδε τόσο βαθὺ οὐρανό. Πόσα ἄστρα! Ἦταν σὰν ἀμέτρητο χρυσὸ μελίσσι, ποὺ χύθηκε ψηλὰ κι ἔβοσκε.

Ἄστρα πολλὰ ἐδώ, ἄστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυὸ μαζί, κάπου ἕνα μοναχό, σὰν ξεχασμένο. Πέντ’ ἕξι ἄστρα μαζί, σὰν κλαράκι. Νάναι ἡ πούλια;

Στὴ μέση τ’ οὐρανοῦ, ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ Φάνη, ἕνα λευκὸ ποταμάκι χυνόταν ἥσυχα ἀπὸ τὸ βοριὰ στὸ νότο· κυλοῦσε μυριάδες μικρὰ ἄστρα, λευκὰ σὰν ἀνθούς.


Μέσα στὸ δάσος ἀμέτρητοι γρῦλοι τραγουδοῦσαν κι ἔλεγαν ὅλοι τὸ ἴδιο τραγούδι.

Ἀπὸ πέτρες, ἀπὸ τρῦπες τῆς γῆς ἔβλεπαν τὴν ἀστροφεγγιά οἱ μικροὶ τραγουδιστάδες καὶ τὴν κελαηδοῦσαν.

Κι ὕστερα ἀκούστηκαν μακριὰ τὰ κουδούνια τῶν κοπαδιῶν. Εἶναι οἱ βλάχοι. Δικό τους θὰ εἶναι τὸ μεγάλο κοπάδι ποὺ βόσκει.

Ἄκου πόσα κουδούνια!... Μικρά, μεγάλα, ψηλά, βαθιά, γλυκά, βραχνά. Κουδουνίσματα πολλὰ ὅπως τ’ ἄστρα, ὅπως οι γρῦλοι.

Κι ἔξαφνα ἕνα πράσινο ἄστρο, σὰ νὰ ἦταν πολὺ χαρού-