Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/178

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
176




7. Ἡ Ξανθούλα.

Τὴν εἶδα τὴν Ξανθούλα,
τὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
ποὺ μπῆκε στὴ βαρκούλα
νὰ πάη στὴν ξενιτιά!



Ἐφούσκωνε τ’ ἀέρι
λευκότατα πανιά,
ὡσὰν τὸ περιστέρι
ποὺ ἁπλώνει τὰ φτερά.



Ἐστέκονταν οἱ φίλοι
μὲ λύπη, μὲ χαρά,
καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντίλι
τοὺς ἀποχαιρετᾶ.



Καὶ τὸ χαιρετισμό της
ἐστάθηκα νὰ ἰδῶ,
ὤσπου ἡ πολλὴ μακρότης
μοῦ τόκρυψε κι αὐτό.