Ὁ Κωστάκης λυπήθηκε, σὰ νὰ τοὺς εἶχε λείψει κανένας σύντροφος.
«Ἔννοια σου, Κωστάκη, εἶπε ὁ ἀγωγιάτης, καὶ θὰ μᾶς βγῆ πολλὲς φορὲς µπροστά. Φεύγει ἡ Ρούμελη ἀπὸ δῶ; Ἔχει νὰ θρέψη τόσα πλατάνια, νὰ περάση ἀπὸ τόσες λαγκαδιές!»
Πάρα πέρα ποὺ χαμήλωσαν, ἄκουσαν τὴ βοή της, κι ἔνιωσαν πὼς ἡ Ρούμελη εἶναι πάντα κοντά.
7. Καταστροφὴ στὰ κουλούρια τοῦ Φουντούλη.
Ὁ Φουντούλης πηγαίνει ἀπάνω στὸ μουλάρι του σὰ φορτωμένος κι ὄχι σὰν καβαλάρης. Εἶναι ὅμως πολὺ συλλογισμένος. Κανένας δὲ μιλεῖ γιὰ φαγητό, κι ἡ ὄρεξη τοῦ Φουντούλη ἔχει σημάνει μεσημέρι πολλὲς φορές.
Ἔχωσε τὸ χέρι μέσα στὸ σακούλι του καὶ ἀπάντησε κατιτί. Τέτοιο εὐχάριστο ἄγγιγμα τὸ εἶχε νιώσει µόνο μιὰ φορά, ποὺ ἔπιασε αὐγὰ φωλιᾶς.
Ἦταν τὰ κουλούρια ποὺ τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ μητέρα του, μὲ τὴ συμβουλὴ νὰ τὰ τρώη φρόνιμα, δηλαδὴ δύο κάθε πρωί.
Ἅμα τ’ ἄγγιξε ὁ Φουντούλης, κατάλαβε πὼς ἡ ζωή τους ἦταν λίγη.
Ἔφαγε δυό. «Ἂς φᾶμε, εἶπε, ἄλλα δυό. Τί φρέσκος ἀέρας!» Ἔγιναν τέσσερα. Σὲ λίγο ἕξι. Τώρα ἔχει χώσει πάλι τὸ χέρι στὸ σακούλι καὶ χαϊδεύει ὅσα μένουν.
«Πότε θὰ φᾶμε;» ρώτησε τὸν ἀγωγιάτη.