Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/169

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
167


78. Ὁ γυρισμός.

Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ γυρισμοῦ.

Στρογγυλὰ σύννεφα στέκουν ἀπάνω ἀπὸ τὰ βουνά. Ἀπὸ τὴ γῆ ἀνεβαίνει φθινοπωρινὴ εὐωδιά. Σὲ λίγο θὰ ἔρθουν οἱ βροχές.

Ἀπὸ χτὲς ἑτοιμάζονται. Φτιάνουν δέματα, ράβουν μὲ τὶς σακοράφες τὰ πράματα μέσα σὲ μεγάλους σάκους, συγυρίζονται. Οἱ ἀγωγιάτες μὲ τὰ μουλάρια ἦρθαν ἀπὸ χτὲς τὸ βράδυ καὶ περιμένουν.

Σήμερα τὸ πρωὶ τὰ παιδιὰ φόρτωσαν. Ὅταν εἶδαν τὶς καλύβες ἄδειες, ἔνιωσαν κάποια λύπη. Ἔρχονταν στὴν πόρτα, τὶς κοίταζαν καὶ συλλογίζονταν πὼς ἐκεῖ μέσα ἔζησαν πολὺν καιρό.

Ἔφτασε ἡ ὥρα ποὺ θὰ χωριστοῦν τὶς φτωχικές τους κατοικίες. Τοὺς κοίταζαν θαρρεῖς καὶ κεῖνες σὰν ἄνθρωποι.

Νὰ τους τώρα μὲ τὰ ραβδιά τους, μὲ τὰ παγούρια τους, μὲ τὰ σακούλια τους, ὅπως εἶχαν ἔρθει.

«Ἕτοιμοι, παιδιά;» φωνάζει ὁ κὺρ Στέφανος.

-«Ἕτοιμοι!»

-«Ἔχε γειὰ καὶ πάλι, Μπαρμπαθανάση!»

Ὁ Γεροθανάσης σηκώνει τὸ χέρι του, κάνει τρεῖς μεγάλους σταυροὺς καὶ λέει:

«Νὰ πᾶτε στὸ καλό, νὰ πᾶτε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».

Ἔπειτα σκύβει στὸ Λάμπρο: «Λάμπρο, ἔχε τὴν εὐχή μου, κι ἄκου τί θὰ σοῦ πῶ: Νὰ γίνης καλὸς ἄνθρωπος. Νάχης τιμὴ καὶ νὰ κρατᾶς τὸ λόγο σου».

Ὁ Λάμπρος φίλησε τὸ χέρι τοῦ παπποῦ καὶ ξεκίνησε μὲ