«Τὴν Κυριακὴ παντρέψαμε τὴν Ἀφρόδω μας μὲ τραγούδια καὶ βιολιά· καὶ τὴ δώσαμε τοῦ Γιάννη ἀπ’ τὸ Περιστέρι· καὶ μᾶς φίλησε κι ἔφυγε».
Ὁ Γεροθανάσης δὲν ἤθελε νὰ μιλήση ἄλλο.
«Νὰ πᾶτε τώρα στὸ καλὸ παιδιά, εἶπε, θὰ τὰ πῶ μὲ τὸν κὺρ Στέφανο. Νάτος, ἔρχεται».
Τὰ τρία παιδιὰ ἔφυγαν. Ὁ κὺρ Στέφανος ποὺ ἦρθε, εἶχε κι αὐτὸς τὴν ἴδια ιδέα.
«Μιὰ ποὺ τὸ ἐγγόνι σου παίρνει ἔτσι τὰ γράμματα, εἶπε, κι ἔχει ὄρεξη γι’ αὐτά, πρέπει νὰ τ’ ἀποφασίσης.
»Ἐκεῖ κάτω θὰ τὸν προσέχωμε ὅλοι τὸ Λάμπρο. Στεῖλε τὸν στὸ σκολειό, πέντε, δέκα χρόνια, νὰ μάθη νὰ γράφη, νὰ λογαριάζη, νὰ διαβάζη τὰ βιβλία. Τί θὰ κερδίσης μ’ ἕνα τσοπάνη παραπάνω;»
—«Τὸ σωστὸ εἶναι σωστό» εἶπε ὁ Γεροθανάσης. «Ἐδῶ ἀπάνω θὰ μείνη βλάχος σὰν ἐμάς. Καλὸ ἦταν νὰ βγάλουν καὶ τὰ θανασαίικα ἕνα γραμματικό...
»Μὰ τὸ βρίσκεις πάλι σωστό, κὺρ Στέφανε, νὰ μοῦ φύγουν δυὸ ἐγγόνια σὲ μιὰ βδομάδα;»
Καὶ τὸ γαλανὸ μάτι του φάνηκε σὰ νὰ θόλωσε.
Ὁ Γεροθανάσης συνηθίζει νὰ λέη, πὼς ὁ ἄντρας πρέπει ν’ ἁρπάζη τὴ λύπη του καθὼς τὸ ἀγριεμένο ἄλογο· ἀπ’ τὸ γκέμι. Λοιπὸν τώρα δὰ τινάχτηκε λίγο, ἀπὸ τὸ φόβο μὴν πάρη τὴν ντροπὴ καὶ δακρύση.