Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/164

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
162

«Προχτὲς ὁ μπάρμπας μου ὁ Μοῦργος, κι ὁ ἄλλος μπάρμπας μου ὁ Πιστός, κι ὁ παππούς μου ὁ Κίτσος, κυνήγησαν ἕνα λύκο... Ἐγὼ τί κάνω δῶ; Μόνο παίζω μὲ τὰ παιδιά. Καὶ καμιὰ φορὰ γαβγίζω.

»Μὰ ἐγὼ εἶμαι μεγάλος σκύλος τώρα. Κι ἕνας σκύλος ποὺ μεγάλωσε, δὲν πρέπει νὰ τρώη τὸ ψωμὶ καὶ τὰ κόκαλα ἄδικα, ὅπως ἐγώ.

»Τὰ παιδιὰ δὲν ἔχουν κοπάδια νὰ φυλάξω, οὔτε ἄλλη δουλειὰ μοῦ δίνουν. Δὲν ἔχω κάμει τίποτα!»

Ὁ καημένος ὁ Γκέκας πολὺ στενοχωριέται.

«Νὰ μποροῦσα, συλλογίζεται, νὰ τοὺς τὸ πῶ. Θὰ κουνήσω αὔριο τὴν οὐρά μου πολλὲς φορὲς μπροστὰ στὸν Ἀντρέα, στὸ Φάνη καὶ στὸ Δημητράκη. Βέβαια θὰ μὲ καταλάβουν».


Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἄκουσε κατιτὶ στὶς ἀκρινὲς καλύβες. Σήκωσε τὸ κεφάλι κι εἶδε ἕναν ἴσκιο, ποὺ ἔφευγε βιαστικός.

Τρία πηδήματα ἔκαμε ὁ Γκέκας. Ποτὲ δὲν εἶχε πηδήσει τόσο μακριὰ στὴ ζωή του. Ἕνα κρά! ἀκούστηκε καὶ μιὰ πνιγμένη φωνὴ κότας.

Ἦταν ἡ ἀλεπού! Εἶχε ἁρπάξει στὰ δόντια της μιὰ κότα κι ἔτρεχε.

Ὅταν ἡ ἀλεποὺ ἄκουσε θόρυβο, ὑποψιάστηκε πὼς εἶναι σκύλος. Τότε ἄφησε τὴν κότα κι ἔτρεξε περισσότερο.

Ἔπρεπε ἕνας σκύλος νὰ εἶναι καλὸς στὸ τρέξιμο καὶ νὰ βάλη ὅλα τὰ δυνατά του, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὴ φτάση· τόσο πολὺ τρέχει μιὰ ἀλεπού.

Ὅταν ὅμως ἡ ἀλεποὺ ἔκαμε λίγα πηδήματα, μετάνιωσε καὶ γύρισε ἔξαφνα πίσω νὰ πάρη τὴν κότα· γιατὶ τὴ βρῆκε πολὺ παχιά.

Ἔτσι τὴν ἔπαθε.