Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/163

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
161

Δάκρυσε ὁ Φουντούλης. Δάκρυσε ὁ Φάνης. Τὰ βιολιὰ ἔπαιζαν τὸ ξεκίνημα, τὰ κορίτσια τραγουδοῦσαν:

Ποῦν’ ἡ νύφη μας,
τὸ κορίτσι μας...
Πῆγε στὸ μπαξέ,
στὰ τριαντάφυλλα...

Ὁ ἀδερφὸς τοῦ γαμπροῦ ἔσυρε τὸ γκέμι ἀπὸ τ’ ἄλογο τῆς νύφης· γιὰ τιμή της αὐτὸς θὰ πάη ὅλο τὸ δρόμο πεζός.

Τὸ συμπεθερικὸ ξεκίνησε, ἀνέβηκε στὸ ψήλωμα, φεύγει γιὰ τὸ Περιστέρι. Τώρα φαίνεται πολὺ μακριά.

Σὲ λίγο χάθηκε πίσω ἀπὸ τὸ βουνό.

Ἀφρόδω, καλή μας Ἀφρόδω!



76. Ὁ Γκέκας ἔκαμε ὅ τι ἔπρεπε.

Ὁ Γκέκας περίμενε νὰ ξαναγίνη ὁ γάμος τῆς Ἀφρόδως καὶ τὴν ἄλλη μέρα. Εἶχε ροκανίσει τόσα κόκαλα τὴν Κυριακή!

Πῆγε στὶς βλάχικες καλύβες καὶ τὴ Δευτέρα καὶ τὴν Τρίτη καὶ τὴν Τετάρτη. Εἶδε ὅμως πὼς ὁ γάμος δὲ γίνεται κάθε μέρα.

Ἅμα γύρισε στὶς καλύβες τῶν παιδιῶν τὴ νύχτα, ἔλαμπε στὸν οὐρανὸ τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι.

Ὁ Γκέκας δὲ γάβγιζε τὸ φεγγάρι, καθὼς συνήθιζε, γιατὶ εἶχε τὸ βράδυ ἐκεῖνο πολλὰ στὸ νοῦ του. Κάθισε ἀπέξω ἀπὸ τὶς καλύβες, μὲ τὸ κεφάλι κοντὰ στὴν οὐρά του, καὶ συλλογιζόταν.