Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/160

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
158

Ὅταν ὁ παπὰς σήκωσε τὰ χέρια κι ἔσιαξε τὸ καλημαύχι του, σώπασαν ὅλοι, γιατὶ κατάλαβαν πὼς θὰ πῆ τὸ τροπάρι. Καὶ τότε ὁ γέρος ὁ παπὰς ἀπὸ τὸ Περιστέρι, μὲ τ’ ἄσπρα του γένια, ἔψαλε ὡραῖα μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν ὕμνο τῆς Θεοτόκου.


Ἔπειτα ἦρθε ἡ σειρὰ τοῦ Γεροθανάση νὰ τραγουδήση.

«Ὁ παπὰς τὸν κοίταζε καὶ χαμογελοῦσε...»

Πάντα στοὺς γάμους τοῦ σπιτιοῦ του λέει τὸ πρῶτο τραγούδι ὕστερ’ ἀπὸ τὸ τροπάρι.

Ὁ τσέλιγκας, κρατώντας τὸ ἄσπρο κεφάλι του ἀκίνητο, εἶπε σιγὰ καὶ σοβαρὰ τοῦτο τὸ τραγούδι: