Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/16

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
14


6. Τὰ παιδιὰ κοιτάζουν τὸ νερὸ τῆς Ρούμελης.

Ὅταν ἔφτασαν ψηλότερα, παραξενεύτηκαν µ’ ἕνα ἀσυνήθιστο χρῶμα ποὺ φάνηκε κάτω στὸ βάθος τῆς λαγκαδιᾶς.

«Τί εἶναι κεῖνο;» φώναξαν τὰ παιδιά. Εἶναι νερό;»

—«Νερό» ἀπάντησε ὁ ἀγωγιάτης.

—«Μὰ εἶναι ἀκίνητο» εἶπε ὁ Κωστάκης.

—«Νερὸ στὸν κατήφορο ἀκίνητο, πῶς γίνεται;»

—«Εἶναι σὰν ἀκίνητο» εἶπε τότε τὸ παιδί.

—«Βέβαια, γιατὶ ἐμεῖς εἴμαστε ψηλά. Πάρα πέρα ποὺ θὰ χαμηλώσωµε, θὰ δῆτε πῶς τρέχει».

—«Πῶς τὸ λένε αὐτὸ τὸ ποτάµι;»

—«Ρούμελη. Μὰ ἐδῶ εἶναι ρέµα, δὲν εἶναι ἀκόμα ποτάμι. Πρέπει νὰ κάμη µεγάλο ταξίδι γιὰ νὰ γίνη τὸ ποτάµι τῆς Ρούμελης. Ἔχει ν’ ἀπαντήση πολλὰ νερά, νὰ στρογγυλέψη πολλὲς πέτρες καὶ νὰ γυρίση πολλοὺς µύλους ἀκόμα».

—«Εἶναι γαλαζοπράσινο» εἶπε ὁ Φάνης. «Τί ὡραῖο χρῶμα!»

—«Αὐτὸ τὸ χρῶμα, εἶπε ὁ κὺρ Στέφανος εἶν’ ἀπὸ τὴν ὁρμὴ ποὺ ἔχει τὸ νερό. Ἐδῶ ἀπάνω ἡ Ρούμελη εἶναι ἀνήσυχη. Πηδοῦν τὰ νερά της σὰν τρελὰ παιδιά· μόνο στὸν κάμπο φρονιμεύουν. Καὶ ὅσο πᾶνε κατὰ τὴ θάλασσα, γίνονται ἥσυχα καὶ συλλογισμένα».


Ὅταν ἔφτασαν πιὸ ψηλά, δὲν εἶδαν πιὰ τὴ Ρούμελη. Σὲ μιὰ στροφὴ τοὺς κρύφτηκε.