ρους, ὁ πατερ-Ἰωσήφ, σκύβοντας τὴ ράχη καὶ τρέμοντας στὰ πόδια του. Μ’ ὅλα τὰ γερατειά του πέρασε ἀπ’ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀσπάστηκε, τὴ μία κοντὰ στὴν ἄλλη, κατὰ τὴν τάξη τῶν ἁγίων, κρυφοψέλνοντας τὸ τροπάρι τοῦ καθενός. Ἔπειτα σύρθηκε στὸ στασίδι τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη καὶ κάθισε μὲ πολὺν κόπο.
Ὁ πατερ-Γαβριήλ, ὁ λειτουργός, ἄνοιξε ἀλαφρὰ τὴ δεξιὰ πόρτα τοῦ ἱεροῦ, ποὺ εἶχε ζωγραφισμένο τὸν ἀρχάγγελο μὲ τὸ ἀστραφτερὸ σπαθί, καὶ μπῆκε μέσα. Φόρεσε τὸ πετραχήλι του καὶ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Τότε ἄρχισε ὁ ἑσπερινός.
Ἔμπαινε στὴν ἐκκλησιὰ κάθε τόσο ἕνας καλόγερος πολὺ σιγά, σὰ νὰ ἦταν μιὰ σκιά, καὶ πήγαινε σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκεῖ πιὰ στεκόταν ἀκίνητος, σαλεύοντας μόνο κάποτε τὸ χέρι γιὰ νὰ σταυροκοπηθῆ.
Ὁ πατερ-Ἀμβρόσιος ὁ ἁγιορείτης, ποὺ εἶχε τὴ λιγερὴ φωνὴ καὶ ἤξερε τὴν ψαλτικὴ ἀπὸ τὰ παλιὰ βιβλία, ἔψελνε χωρὶς νὰ κουνᾶ καθόλου τὸ κεφάλι οὔτε τὸ χέρι. Τὸ ἔλεγε ἀσάλευτος, σὰν κολόνα τῆς ἐκκλησιᾶς, γιατὶ ἔτσι ψέλνουν στὸ Ἅγιον ὄρος. Ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ ἀπαντοῦσε ὁ πατερ-Ἰωσήφ. Μόλις ἀκουόταν ἡ φωνή του.
Ἅμα ὁ παπὰς εἶπε τὴν τελευταία εὐχή, οἱ καλόγεροι κατέβηκαν ἀπὸ τὰ στασίδια τους, σταυροκοπήθηκαν καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἕνας ἕνας.
Τελευταῖος ἔμεινε ὁ πατερ-Ἰωσήφ, κι ἄρχισε πάλι, τρέμοντας στὰ πόδια του, νὰ προσκυνᾶ τὶς εἰκόνες μὲ τὴ σειρά τους. Ἀφοῦ ἔκαμε ὥρα πολλὴ νὰ τὶς ἀσπαστῆ, βγῆκε ἀρ-