Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/152

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
150


71. Στὸ μοναστήρι.


Στὸ ψηλὸ μοναστήρι τοῦ Ἁι-Λιά, ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, στέκονται οἱ καλόγεροι καὶ κοιτάζουν μακριά. Οἱ κάμποι καὶ οἱ λόφοι ἁπλώνονται ἀπὸ κάτω, καὶ πιὸ πέρα λάμπει τὸ ποτάμι τῆς Ρούμελης σὰν ἀσημένιο. Κάπου κάπου ἕνας καλόγερος σηκώνει ἀργὰ τὸ χέρι καὶ δείχνει πέρα.

Πάντα στὸ ἴδιο ψήλωμα στέκονται τέτοιες ὧρες, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ μπῆκαν στὸ μοναστήρι. Ἀγναντεύουν ἀπὸ κεῖ τοὺς τόπους ποὺ εἶναι πράσινοι τὸ χειμῶνα καὶ ξανθοὶ τὸ καλοκαίρι. Κι ἔτσι παρηγοριοῦνται ποὺ δὲ βλέπουν ἀνθρώπους. Πενήντα ὀχτὼ σωστὰ χρόνια κοιτάζει ἀπὸ κεῖνο τὸ ψήλωμα ὁ ἡγούμενος ὁ πάτερ-Ἰωσήφ...


«Κάποιοι μᾶς ἔρχονται» εἶπε ἕνας καλόγεροςˑ κι ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του κάτι ἀνθρώπους, ποὺ ἀνέβαιναν τὸν ἀνήφορο πρὸς τὸν Ἁι-Λιά.

Εἶναι τὰ παιδιὰ μαζὶ μὲ τὸν κὺρ Στέφανο. Ἔρχονται στὸ μοναστήρι νὰ προσκυνήσουν, ὅπως τὸ ἤθελαν ἀπὸ τόσον καιρό.

Εὐχαριστήθηκε ὁ ἡγούμενος, ὅταν ἔφτασαν καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ἔρχονται νὰ λειτουργηθοῦν.

«Κοπιάστε, τοὺς εἶπε, στὸ ἡγουμενεῖο».

Πρῶτα πέρασαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ νὰ προσκυνήσουν. Ἦταν παλιὰ ἡ ἐκκλησιά, ἴσαμε τετρακόσιων χρόνων. Ἄναψαν τὸ κερί τους, προσκύνησαν κι ὕστερα ἀνέβηκαν στοῦ ἡγουμένου.

«Τί νέα φέρνετε ἀπὸ τὸν κόσμο;» ρώτησε ὁ ἡγούμενος.

—«Ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ ἐρχόμαστε, πάτερ» τοῦ ἀπάντησε ὁ κὺρ Στέφανος.