Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/150

Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
148


70. Ἕνα μήνυμα.

Ἀπόψε νειρευόμουνα,
μητέρα, μητερίτσα μου,

ψηλὸν πύργον ἀνέβαινα,
σὲ περιβόλι ἔμπαινα·

καὶ δυὸ ποτάμια μὲ νερό,
—ξήγα, μητέρα μ’, τ’ ὄνειρο.

Ὁ πύργος εἶν’ ὁ ἄντρας μου,
τὸ περιβόλι ὁ γάμος μου.

Τὰ δυὸ ποτάμια μὲ νερὸ
εἶναι τὸ συμπεθερικό.

Ἡ Ἀφρόδω ἀκούστηκε νὰ τελειώνη τὸ τραγούδι ποὺ εἶχε ἀρχίσει μιὰ φορά.

Ἡ φωνή της ἦταν λιγερὴ καὶ παραπονιάρικη, σὰν τὸ λάλημα τῆς φλογέρας.

Τόλεγε λυπημένα, τόλεγε καὶ χαρούμενα, ὥσπου τὸ τραγούδι ἔσβησε μέσα στὸ λόγκο.


«Ἄκου, ἡ Ἀφρόδω!» εἶπε ὁ Δημητράκης στὸ Λάμπρο, καθὼς ἔκαναν τὸ μάθημα.

—«Τὴν παντρεύομε» εἶπε ὁ Λάμπρος.

—«Ἀλήθεια;» ρώτησε ὁ Δημητράκης, σὰ νὰ μὴν τὸ πίστεψε.

—«Τὴ δίνομε πέρα σ’ ἕνα χωριό, ποὺ τὸ λένε Περιστέριˑ σ’ ἄλλο βουνό».

—«Πότε;»

—«Τὴν ἄλλη Κυριακή».