5. Τὸ τραγούδι τοῦ Μπαρμπαφώτη.
«Ἔ, Μπαρμπαφώτη!» ρώτησε ὁ κὺρ Στέφανος· «δὲ θὰ μᾶς πῆς κανένα τραγούδι;»
Ὁ Μπαρμπαφώτης χαμογέλασε.
«Κανένα ποὺ νὰ λέη ἔτσι γιὰ ψηλὰ βουνά» ξαναεῖπε ὁ κὺρ Στέφανος.
«Σὰν ποιὸ νὰ πῶ;» ρώτησε ὁ ἀγωγιάτης.
Πέρασε λίγη ὥρα καὶ δὲν ἄρχιζε τὸ τραγούδι ἀκόμη. Συλλογιζόταν: «Νὰ πῶ τὴν ἀλαφίνα, νὰ πῶ τὸν Κατσαντώνη, νὰ πῶ τὴ βλαχοπούλα, τί νὰ πῶ;»
Τέλος ἀποφάσισε. «Ἐγὼ γέρασα τώρα, λέει, μὰ γιὰ τὸ χατήρι τοῦ κὺρ Στέφανου θὰ τὸ πῶ».
Κι ἀφοῦ σήκωσε τὴν τσίτσα καὶ τράβηξε δυὸ ρουφηξιές, ἄρχισε:
Καλότυχά εἰναι τὰ βουνά, ποτέ τους δὲ γερνᾶνε,
τὸ καλοκαίρι πράσινα καὶ τὸ χειμῶνα χιόνι,
καὶ καρτεροῦν τὴν άνοιξη, τ’ ὄμορφο καλοκαίρι,
νὰ μπουμπουκιάσουν τὰ κλαριά, ν’ ἀνοίξουνε τὰ δέντρα,
νὰ βγοῦν οἱ στάνες στὰ βουνά, νὰ βγοῦν οἱ βλαχοποῦλες,
νὰ βγοῦν καὶ τὰ βλαχόπουλα, λαλώντας τὶς φλογέρες.
Δὲ γερνᾶ τὸ τραγούδι! Ὁ Μπαρμπαφώτης γέρασε, μὰ ἡ φωνή του ἔμεινε λιγερὴ ὅπως στὰ νιάτα του. Ἄν δὲν τού λειπε κεῖνο τὸ μπροστινὸ δόντι!