Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/128

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
126

59. Μιὰ μικρὴ τελετὴ στὸ δάσος.

Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ σήμερα, ποὺ ἦρθε νὰ δῆ τὰ παιδιὰ ὁ δασάρχης.

Ὁ δασοφύλακας ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, τοῦ κράτησε τ’ ἄλογό του. Ὁ δασάρχης κατέβηκε καὶ κοίταξε τὶς καλύβες.

Τὴν πρωινὴ αὐτὴ ὥρα τὰ παιδιὰ εἶχαν τὶς καθημερινὲς ἐργασίες. Ὁ μάγειρας φοροῦσε τὴν ποδιά του καὶ μαγείρευε· ἄλλα κοίταζαν τὴ φωτιά· ἄλλα σάρωναν τὸ χῶμα μὲ μεγάλες σκοῦπες ἀπὸ φρύγανα.

Σ’ ἕνα δέντρο ἀπὸ κάτω ὁ Λάμπρος κι ὁ Δημητράκης ἦταν σκυμμένοι στὸ βιβλίο. Ὁ Φουντούλης καθόταν καὶ τοὺς ἄκουε· ἦταν τώρα καλά.

Ὁ Μαθιὸς κι ὁ Γιῶργος καθισμένοι μπάλωναν τὸ ροῦχο τους.

Ἔλειπαν δέκα παιδιά, ποὺ εἶχαν πάει γιὰ λουτρὸ στὴ Ρούμελη. Ὅλα τ’ ἄλλα δούλευαν στὶς καλύβες.

«Μὰ ἐδῶ εἶναι πόλη!» εἶπε ὁ δασάρχης.


Τὰ παιδιὰ τὸν ἐχαιρέτησαν καὶ στάθηκαν ἐμπρός του.

«Ἦρθα νὰ σᾶς δῶ, τοὺς εἶπε. Εἶχα περιέργεια νὰ σᾶς δῶ. Ποιὸς εἶναι ὁ ἀρχηγός σας;»

Ὅλοι γύρισαν καὶ κοίταξαν τὸν Ἀντρέα. Ἐκεῖνος δὲ μιλοῦσε.

Ὁ δασάρχης κρατοῦσε ἕνα ὡραῖο κουτὶ μὲ βυσσινὶ χρῶμα. Ἀπὸ τὸ κουτὶ ἔβγαλε ἕνα λαμπερὸ ἄσπρο μετάλλιο.

«Ἡ τάξη σας, εἶπε, πῆρε τὸ μετάλλιο τῆς δασικῆς προστασίας. Τὸ κράτος μ’ ἔστειλε ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ δώσω.