Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/126

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
124

«Ξαδέρφια, ἔρχομαι ἀπὸ ξένον τόπο, εἶμαι πεινασμένος καὶ δὲ θὰ φύγω!»

Αὐτὰ θὰ ἔλεγε ὁ λύκος στοὺς ξαδέρφους του τοὺς σκύλους, ἂν ἤξερε πὼς ἔπαιρναν ἀπὸ λόγια. Μὰ ἐπειδὴ ξέρει πὼς δὲν παίρνουν, ἑτοιμάστηκε. Ὅποιος μείνη ζωντανός.

Τότε ἄρχισε τὸν πόλεμο καὶ μὲ τοὺς δυό. Ἀπάνω στὸ σβέρκο του ἕνιωσε σὰ μαχαίρια τὰ δόντια τῶν σκύλων. Μὰ κι αὐτός, ξεφεύγοντας, χύθηκε νὰ τοὺς ἁρπάξη ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος. Κυλισμένοι κάτω, φαίνονται σκύλοι κι οἱ τρεῖς· καὶ πάλι φαίνονται λύκοι καὶ οἱ τρεῖς.

Ὁ λύκος εἶχε νὰ κάμη μὲ δυό. Ἔπρεπε νὰ σκοτώση ἕναν ἀπὸ τοὺς δυό, νὰ μείνη μ' ἕνα, ὕστερα νὰ νικήση κι αὐτόν, καὶ νὰ ὁρμήση στὰ πρόβατα. Γιατὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὰ συλλογίζεται μέσα στὶς δαγκωματιές.


Κι ἀλήθεια ὁ ἕνας σκύλος, ὁ Πιστός, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κρατήση πολὺ στὴ μάχη. Ἔφαγε μιὰ φοβερὴ δαγκωματιὰ στὴν κοιλιά. Τὸ αἷμα ἔτρεχε, ὁ Πιστὸς δάγκανε ἀκόμη, ἡ δύναμή του ὅμως ὅσο πήγαινε καὶ λιγόστευε.

Μὰ νά, ἕνας ἄλλος φοβερὸς μαντρόσκυλος, ὁ Κίτσος, ἔφτασε ἀπὸ κάτω, γιὰ νὰ βοηθήση τοὺς ἄλλους. Αὐτὸς τοῦ ρίχτηκε μὲ περισσότερη λύσσα. Τώρα ἦταν ἕνας μὲ τρεῖς.

Πολέμησε καὶ μὲ τοὺς τρεῖς· δὲν ξέχασε πὼς εἶναι λύκος. Μὰ ἦταν πολὺ δυνατοί. Εἶναι πιστοί· μῆνες, ὁλόκληρο χρόνο τὸν περιμένουν· τόσες νύχτες γάβγισαν γι’ αὐτόν.


Ὁ λύκος δὲν μπόρεσε νὰ σταθῆ σὲ τρεῖς ἐχθροὺς ἑνωμένους. Εἶχε μιὰ πληγὴ μεγάλη στὸ σβέρκο, εἶχε σκισμένο τὸ δεξὶ πλευρό, κι ἄλλες πληγὲς μικρότερες στὸ κεφάλι, στὰ πόδια καὶ στὴν οὐρά.