σκέπασμα, μισὸ ψαλίδι, ἕνα σίδερο ποὺ δὲ φαίνεται πιὰ τί εἶναι, καὶ ἄλλες τέτοιες σκουριές.
«Σπύρο!» τοῦ φώναξε ὁ Κωστάκης.
Ὁ Σπύρος γύρισε ἔξαφνα. Ὅταν τὸν εἶδε, τοῦ κακοφάνηκε.
«Ἔλα, τὸ εἶδα τὸ κουτί σου» λέει ὁ Κωστάκης.
—«Καὶ τί εἶδες;»
—«Εἶδα τ’ ἀρχαῖα πούχεις. Γιὰ νὰ τὸ δῶ κι ἀπὸ κοντά».
Ὁ Σπύρος εἶχε μείνει μὲ τὸ στόμα καὶ μὲ τὸ κουτὶ ἀνοιχτό.
«Γι’ αὐτὸ λοιπόν, Σπύρο, περπατεῖς ὅλο σκυμμένος, γιὰ νὰ βρίσκης αὐτά; Ποῦ εἶναι οἱ πρόκες;»
Ὁ Σπύρος έδειξε πέντε πρόκες σκουριασμένες.
«Γιὰ νὰ τὶς πάρης, εἶπε, θὰ μοῦ δώσης μιὰ πένα τῆς χήνας».
Ὁ κὺρ Στέφανος εἶπε ὕστερα στὰ παιδιά: «Ξέρετε τὴν κίσσα;»
—«Ὄχι».
—«Εἶναι ἕνα πουλὶ ποὺ μοιάζει μὲ τὸ Σπύρο. Μαζεύει πράματα ποὺ δὲν τοῦ χρειάζονται· ὅ τι βρῆ: βελόνες, κουτιά, καρφιά, τενεκεδάκια, ἀκόμα καὶ δεκάρες. Αὐτὰ πάει καὶ τὰ κρύβει σὲ μέρος πολὺ μυστικό, καθὼς στὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ· σὲ μιὰ τρύπα ποὺ δὲν πέφτει μάτι ἀνθρώπου».
—«Καὶ τί τὰ κάνει;» ρωτᾶ ὁ Γιῶργος.
—«Τίποτα, τί θέλεις νὰ τὰ κάμη; Μόνο ἔχει τὴ μανία νὰ τὰ μαζεύη. Καμιὰ φορὰ προσπαθεῖ νὰ τραβήξη καὶ βαριὰ ρούχα.
»Κι ὁ Σπύρος κάνει τὴ δουλειὰ τῆς κίσσας.