Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/122

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
120

σκέπασμα, μισὸ ψαλίδι, ἕνα σίδερο ποὺ δὲ φαίνεται πιὰ τί εἶναι, καὶ ἄλλες τέτοιες σκουριές.


«Σπύρο!» τοῦ φώναξε ὁ Κωστάκης.

Ὁ Σπύρος γύρισε ἔξαφνα. Ὅταν τὸν εἶδε, τοῦ κακοφάνηκε.

«Ἔλα, τὸ εἶδα τὸ κουτί σου» λέει ὁ Κωστάκης.

—«Καὶ τί εἶδες;»

—«Εἶδα τ’ ἀρχαῖα πούχεις. Γιὰ νὰ τὸ δῶ κι ἀπὸ κοντά».

Ὁ Σπύρος εἶχε μείνει μὲ τὸ στόμα καὶ μὲ τὸ κουτὶ ἀνοιχτό.

«Γι’ αὐτὸ λοιπόν, Σπύρο, περπατεῖς ὅλο σκυμμένος, γιὰ νὰ βρίσκης αὐτά; Ποῦ εἶναι οἱ πρόκες;»

Ὁ Σπύρος έδειξε πέντε πρόκες σκουριασμένες.

«Γιὰ νὰ τὶς πάρης, εἶπε, θὰ μοῦ δώσης μιὰ πένα τῆς χήνας».


Ὁ κὺρ Στέφανος εἶπε ὕστερα στὰ παιδιά: «Ξέρετε τὴν κίσσα;»

—«Ὄχι».

—«Εἶναι ἕνα πουλὶ ποὺ μοιάζει μὲ τὸ Σπύρο. Μαζεύει πράματα ποὺ δὲν τοῦ χρειάζονται· ὅ τι βρῆ: βελόνες, κουτιά, καρφιά, τενεκεδάκια, ἀκόμα καὶ δεκάρες. Αὐτὰ πάει καὶ τὰ κρύβει σὲ μέρος πολὺ μυστικό, καθὼς στὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ· σὲ μιὰ τρύπα ποὺ δὲν πέφτει μάτι ἀνθρώπου».

—«Καὶ τί τὰ κάνει;» ρωτᾶ ὁ Γιῶργος.

—«Τίποτα, τί θέλεις νὰ τὰ κάμη; Μόνο ἔχει τὴ μανία νὰ τὰ μαζεύη. Καμιὰ φορὰ προσπαθεῖ νὰ τραβήξη καὶ βαριὰ ρούχα.

»Κι ὁ Σπύρος κάνει τὴ δουλειὰ τῆς κίσσας.