Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/114

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
112

Νά, ἔφυγαν ἀπὸ τὸν Ἀραπόβραχο.

Πέρασαν τὰ λαγκάδια, ἔφτασαν στὸ δρόμο ποὺ εἶχαν δεῖ τὸ πάτημα τοῦ Φάνη, καὶ πηγαίνουν μὲ γρήγορο βῆμα πρὸς τὸν ἔλατο.

Θὰ κόψουν ἀπὸ κεῖ πάλι δρόμο, θὰ φτάσουν γρήγορα στὶς καλύβες καὶ θὰ φέρουν ἐκεῖ τὸ Φάνη, ποὺ τὸν περιμένουν.

«Πῶς θὰ περιμένουν!» εἶπε ὁ Μαθιός. «Ἀργήσαμε, πολὺ ἀργήσαμε».

—«Ἀργήσαμε, μὰ τί εἴδαμε;» εἶπαν τ’ ἄλλα παιδιά.

—«Εἶδες τί μεγάλος ποὺ ἦταν ὁ ἥλιος;»

—«Ὅταν ἄγγιζε τὴ θάλασσα, σάλευε».

—«Γιὰ δές, κάτι σύννεφα, γιὰ δές!»

Ἐνῶ βράδιαζε, τὰ σύννεφα στὸν οὐρανὸ ἦταν κατακόκκινα· ἔπαιρναν ἀκόμη χρῶμα ἀπὸ τὸ σβησμένο ἥλιο, λίγο λίγο ὅμως μαύριζαν κι αὐτά.


«Γιὰ κοιτᾶτε παιδιά, λέει ὁ Μαθιός, πῶς φαίνεται ὁ Ἀραπόβραχος ἀπὸ μακριά· σὰν ἄνθρωπος!»

Γύρισαν καὶ κοίταξαν τὸν Ἀραπόβραχο ποὺ μαύριζε στὸ σκοτείνιασμα. Στὴν κορφή του ἔβλεπες ἀλήθεια ἕνα κεφάλι, ἕνα μέτωπο, μιὰ πλατιὰ μύτη, ἕνα στόμα καὶ δυὸ χοντρὰ χείλια.

Ἀπὸ κοντὰ οἱ πέτρες ἐκεῖνες δὲν ἔλεγαν τίποτα. Ἀπὸ μακριὰ ὅμως σχημάτιζαν ἕνα πρόσωπο, σὰν πρόσωπο ἀράπη. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν πίστεψαν οἱ γριὲς πὼς ἐκεῖ κατοικεῖ ἀράπης!


Δὲν εἶναι ὁ πρῶτος τέτοιος βράχος. Πολλὲς πέτρες ἀπὸ μακριὰ μοιάζουν μὲ ἀνθρώπινο πρόσωπο· μιὰ γριὰ μπορεῖ νὰ τὶς πάρη γιὰ στοιχειά· ἕνα παιδὶ μπορεῖ νὰ τὶς φοβηθῆ.