Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/110

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
108

πέρα νὰ πάω γιὰ τὶς καλύβες. Θὰ τοὺς βγῶ ἔξαφνα μπροστά».

Κοίταζε τὴ μεγάλη κατηφοριὰ ποὺ εἶχε περάσει χτές, κοίταζε τὰ χαλίκια, τὰ κόκκινα χώματα, τοὺς μικροὺς θάμνους.


«Μπά, εἶπε ἔξαφνα, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κατεβαίνουν; κατσίκια;»

Ἦταν οἱ σύντροφοί του. Ἦταν ὁ Ἀντρέας καὶ τ’ ἄλλα τέσσερα παιδιά. Ναί, ἔρχονται γι’ αὐτόν...

Δὲν μπόρεσε νὰ μιλήση ἀμέσως. Χτύπησε τὰ χέρια του στὸν ἀέρα σὰ δυὸ μεγάλα φτερά. Ὥρμησε τὸν κατήφορο· ἤθελε μ’ ἕνα πήδημα νὰ φτάση ἀπέναντι. Ἔπειτα στάθηκε καὶ τοὺς ἔβγαλε μιὰ φωνή, μιὰ μεγάλη φωνή.

Τὰ παιδιὰ τὸν ἄκουσαν. Τότε ἀπ’ τὴ μιὰ πλαγιὰ ὁ Φάνης, ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ σύντροφοί του ἔτρεχαν κάτω τρελὰ στὸ ρέμα, γιὰ ν’ ἀνταμωθοῦν. Πηδοῦσαν γκρεμίζοντας χώματα καὶ χαλίκια. Φωνὲς χαρούμενες ἀντιλάλησαν στὴν κλεισούρα:

«Ἐδῶ, ἐδῶ! Ἀπὸ δῶ, ἔλα, ἔλα!»



52. Ὁ Ἀραπόβραχος.

Ἡ ὡραιότερη μέρα ποὺ πέρασαν ὡς τώρα εἶναι αὐτή. Ποτὲ δὲν ἀγάπησαν τὸ Φάνη, ὅσο σήμερα ποὺ τὸν ξαναβρῆκαν.

Δὲ χωρίζονται σήμερα. Γιὰ νὰ ἰδοῦν τὸ νερὸ ποὺ ἀναβρύζει ἀπὸ τὸ βράχο, πῆγαν ὅλοι μαζί· στὰ πλατάνια κατέβηκαν ὅλοι μαζί. Ὁ ἕνας θὰ ἔδινε γιὰ τὸν ἄλλο τὴ ζωή του.