Πώπω πώπω σὲ μιὰ ρόγα
φαγοπότι καὶ φωνή!
τὴν ἀφῆκαν ἀδειανή...
τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί,
τσιριτρό.
Καὶ μεθύσαν, κι ὅλη μέρα
πᾶνε δῶθε πᾶνε πέρα
τραγουδώντας στὸν ἀέρα
τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί,
τσιριτρό...
Μονάχα ὁ Φουντούλης δὲ μιλεῖ· ἔμεινε τελευταῖος. Ὁ καημένος, ὁ παχύς, ὁ στρογγυλός, ὁ μικρὸς Φουντούλης! Τὸ μουλάρι του εἶναι πολὺ ὀκνό· δὲν ἀκούει ἀπὸ φωνὴ κι ἀπὸ χτύπημα. Γιατί τὸν ἐφόρτωσαν σ’ αὐτὸ τὸ ζῶο; Γιὰ νὰ μὴν κυλήση;
Ὁ Φουντούλης ἀγωνίζεται νὰ τὸ φέρη μπροστά, μὰ κεῖνο μένει τελευταῖο. Στὸ τέλος ὁ Φουντούλης ἀρχίζει νὰ φοβᾶται πὼς τὸ ζῶο του δὲν εἶναι μουλάρι. Τὸ κοιτάζει καλὰ στ’ αὐτιά. «Μήπως κατὰ λάθος, συλλογίζεται, μοῦ ἔδωσαν κανένα γάιδαρο;»
Μὰ κι οἱ ἄλλοι δὲν τὸν ἀφήνουν ἥσυχο, καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν κάμουν νὰ τὸ πιστέψη.
«Τὸ ἄτι σου, Φουντούλη, ἔχει μεγάλα αὐτιά!»
—«Περίμενε, Φουντούλη, καὶ θ’ ἀκούσεις καὶ τὴ φωνή του!»