γε μικρός· μιὰ φωλιὰ ποὺ εἶχε βρεῖ.... Ὅλα πᾶνε κι ἔρχονται στὸ νοῦ του, ὅπως τὰ μυρμήγκια στὴ φωλιά. Βουίζει τὸ κεφάλι του.
Τὰ βλέφαρά του εἶναι ζεστὰ καὶ φουσκωμένα. Θέλει νὰ κοιμηθῆ πολύ.
Τέλος ἦρθε ὁ ὕπνος. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἦρθε πιὸ βαρύς. Θὰ κοιμήθηκε ὁ Φάνης πέντε ὡς ἕξι ὧρες στὴ σειρά. Καταλάβαινε στὸν ὕπνο του πὼς κρύωνε, μὰ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθῆ.
Ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια του ξέχασε ὅλη του τὴ δυστυχία. Εἶδε τὴν ἡμέρα. Εἶδε δέντρα χρυσὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ὅλα τὸν κοίταζαν σὰ φίλοι. Πουλιὰ τοῦ μιλοῦσαν· τὸ νερὸ δὲ φώναζε ἄγρια ὅπως τὴ νύχτα· τραγουδοῦσε.
Ὁ θάμνος του δὲν ἦταν πιὰ μαῦρος· εἶχε ἕνα ὡραῖο χρῶμα πράσινο βαθὺ καὶ γυάλιζε. Τὰ δυὸ δεντράκια του, δυὸ φουντωτὰ καὶ στρογγυλὰ πουρνάρια, τοῦ ἔλεγαν: «ἐδῶ εἴμαστε, Φάνη».
Σηκώθηκε, ἔτρεξε λίγο πάρα πέρα καὶ ξανάρθε. Πεινοῦσε πολύ· ἄνοιξε τὸ σακούλι του καὶ βρῆκε τὸ ψωμί του καὶ τὸ λίγο φαγητό του.
Ὅλες οἱ ἐλπίδες τοῦ ἦρθαν.
Νά, ἔτσι ν’ ἁπλώση τὸ χέρι, τοῦ φαινόταν πὼς θ’ ἄγγιζε τὶς καλύβες. Ἔφαγε καλὰ κι ἤπιε νερὸ ἀπὸ τὸ παγούρι του.
Ἔπειτα ξεχάστηκε κοιτάζοντας τὴν ἀπέναντι πλαγιά.
Συλλογιζόταν: «Θὰ σηκωθῶ, θὰ πάρω πάλι τὸν ἴδιο δρόμο, θὰ πάω, θὰ πάω καὶ θὰ κοιτάζω μόνο γιὰ τὸν ἔλατο. Ἂν μπορέσω καὶ βρῶ τὸν ἔλατο, ξέρω ἀπὸ κεῖ καὶ