Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/107

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
105

ριὰ τὴν ψυχή. Ποτὲ δὲν ἔκαμε κακὸ σὲ κανένα τους ὁ Φάνης! Καὶ τώρα νὰ χαθῆ ἔτσι ἀπὸ μπρός τους; Πῶς θὰ πᾶνε πίσω χωρὶς αὐτόν;


«Παιδιά!» εἶπε ξαφνικὰ ὁ Ἀντρέας, καὶ στάθηκε.

Χοροπήδησε ἡ καρδιὰ τῶν ἄλλων. «Τι, τί; τί εἶδες;» τὸν ἐρώτησαν.

—«Ὄχι, δὲν εἶδα τίποτα, εἶπε· γιὰ πέστε μου ἕνα πρᾶμα. Ὅταν πήγαμε πρώτη φορὰ στὸ Μικρὸ χωριό, ποιὸς ἀπὸ σᾶς ἔδωσε τὰ παπούτσια του στὸν μπαλωματὴ καὶ τοὺς ἔβαλε πρόκες;»

—«Ἐγώ» εἶπε ὁ Μαθιός.

—«Κι ἐγώ» εἶπε ὁ Δημητράκης.

—«Πόσες πρόκες σᾶς ἔβαλε στὸ τακούνι; Θυμάστε;»

—«Τέσσερες».

—«Καὶ μένα τὸ ἴδιο».

—«Μὰ σ’ ὅλους ἔβαλε τέσσερες; Θυμάστε;»

—«Στὸ Γιῶργο ἔβαλε ἕξι» εἶπε ὁ Μαθιός. «Τόσες ἤθελε ὁ Γιῶργος. Καὶ στὸ Φάνη ἕξι».

—«Ἕξι καὶ στὸ Φάνη;» φώναξε ὁ Ἀντρέας. «Ἀλήθεια;»

—«Ναί, ναί, τὸ θυμοῦμαι».

Τότε ὁ Ἀντρέας, σκύβοντας κάτω μὲ προσοχή, εἶπε: «Νὰ οἱ ἕξι πρόκες τοῦ Φάνη».

Ἔσκυψαν κι εἶδαν ἀπάνω σὲ λίγο μαλακὸ χῶμα τυπωμένο ἕνα χνάρι παπουτσιοῦ. Τόσο καθαρὸ εἶχε βγῆ, ποὺ μποροῦσες νὰ μετρήσης ὅλα τὰ καρφιά του.

«Ἀπὸ δῶ πέρασε» εἶπε ὁ Ἀντρέας.

Ἄρχισαν ὅλοι νὰ πηδοῦν ἀπὸ τὴ χαρά τους.

«Σιγά» φώναξε ὁ Ἀντρέας. «Σιγά, μὴ μοῦ τὰ χαλάσετε. Πατᾶτε μὲ προσοχή. Τὸ πρῶτο χνάρι μᾶς ὁδηγεῖ. Εἴδατε;