Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/105

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
103

εἶπε, φοβοῦμαι νὰ σᾶς τὸ πῶ. Νά, στὸν Ἀραπόβραχο τὸ εἶδα».

—«Τί εἶναι ὁ Ἀραπόβραχος;» ρωτήσαμε.

—«Εἶναι ὁ βράχος τοῦ Ἀράπη, ἀπάντησε, νὰ μὴ ρωτῆστε περισσότερα». Κι ἔφυγε κάνοντας τὸ σταυρό του».

Μίλησε τότε ὁ Κωστάκης: «Θυμᾶσαι, Ἀντρέα, τί μᾶς εἶπε ἡ γριὰ Χάρμαινα; Μᾶς εἶπε πὼς ἐδῶ κάπου κοντὰ σὲ κάποιο βράχο εἶναι ἕνα στοιχειό, ἕνας ἀράπης· καὶ πῆρε πολλοὺς ἀνθρώπους. Κάπως ἔτσι μᾶς τὰ εἶπε».

Τότε σώπασαν ὅλοι. Σηκώθηκαν σὲ λίγο καὶ πῆγαν νὰ πλαγιάσουν. Μὰ κανένας τους δὲν μπόρεσε νὰ κλείση μάτι καλά.

Ὁ Ἀντρέας γύριζε στὸ στρῶμα. Δυὸ τρεῖς φορὲς βγῆκε ἔξω καὶ κοίταξε. Περίμενε ἀνήσυχα τὸ φῶς ποὺ ἔφερνε τὴν αὐγὴ ἀπάνω ἀπὸ τὰ βουνά.



50. Περπατοῦν γιὰ τὸ Φάνη.

Τὸ γλυκοχάραμα ξεκίνησαν οἱ χτεσινοὶ σύντροφοι τοῦ Φάνη, κι ὁ Ἀντρέας μαζὶ μ’ αὐτούς.

«Νὰ κόψωμε δρόμο» εἶπε ὁ Ἀντρέας. «Νὰ πᾶμε ἴσα στὸν ἔλατο ἀπὸ δῶ».

Ἔκοψαν δρόμο κι ἔφτασαν στὸν ἔλατο.

Ὁ Ἀντρέας παρατήρησε ἀπὸ κεῖ ἀπάνω καλὰ ὅλους τοὺς γύρω τόπους.

«Ὁ Φάνης, εἶπε, βέβαια δὲ θάφυγε ἀπὸ δῶ γιὰ χαμηλὰ μέρη. Θὰ πῆγε σὲ κορφές, τὸν ξέρω ἐγώ. Λοιπὸν ἀπὸ δῶ νὰ τραβήξωμε».