Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/69

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
49
ΜΕ ΠΑΝΝΙΑ

Φύσ’ ἀγεράκι δροσερό, φύσα μονάχο
Σὺ κατὰ τὴ στεριὰ νὰ σ’ ἔχω πάντα πρύμα·
Κι’ ἂ ’ς τὸ δρόμο μου ξέρες ἢ ῥουφῆχτρες λάχω,
Ὅ,τι κι’ ἂν τύχῃ φύσα, ἐσὺ δὲ θἄχῃς κρίμα.
Ἐκεῖ ’ς τὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰ ποὺ σκᾷ ’ς τὸ βράχο
Παντοτινὰ βογγῶντας τ’ ἀγριεμμένο κῦμα
Ἐκεῖ ’ς ἕν’ ἄσπρο ἀσκητάριο θἄθελα νἄχω
Τῆς ἀποδέλοιπης πικρῆς ζωῆς μου μνῆμα.
Ἄχ! ἀσημένια μου ἀντηλιὰ μὲς τὴν ἀφράτη
Ἀνατριχίλα τοῦ πελάου, μονάχη ἐσένα
Στερνή μου θἆχα συντροφιὰ πάντα γελάτη!
Κι’ ὅτα χαρούμενος ὁ γλάρος μ’ ἁπλωμένα
Φτερὰ θὰ ἐχουμαε κατά σέ, τότ’ ἴσως κἄτι
Σὰ λαχτάρα εὐτυχιᾶς θἀρχότουν καὶ ’ς ἐμένα.

ΑΘΗΝΑΙ 1892


50
ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑ

Θανάτου στοχασμός, ἀνήμερο γεράκι,
Ἐσκόρπισε μὲ μιᾶς τὰ ὁλόχαρα ἐρωτούδια,
Ποῦ στολισμένα μὲ χιλιόχρωμα λουλούδια
Μοῦ λέγαν τὸ καθέν’ ἀπ’ ἕνα τραγουδάκι.
Καὶ μυρολόγια τοῦ καϋμοῦ, μαῦρο φαρμάκι,
Ἀκούονται ἀντὶς ἀπὸ χαρᾶς γλυκὰ τραγούδια·
Στίχοι ποὺ σὰ χρυσᾶ πετοῦσαν ψυχαρούδια
Μελανοὶ τώρα, μελανοὶ ’ναι σὰν κοράκοι.
Μὰ ξάφνου ἄσπρο κατάσπρο τάφο βλέπ’ ὀμπρός μου,
Κ’ ἕνα στεφάνι ἡ λευκοφόρα Καλωσύνη
Ἀπάνου του κρατεῖ θαμπόνοντας τὸ φῶς μου·
Καὶ γύρω της μοσκοβολοῦν ἄχραντοι κρίνοι
Μὲ ἀτάραχη ὀμορφιά, μὲ μάγεμα ἄλλου κόσμου,
Σὰν πράξες ἀγαθὲς ποῦ ἡ λάμψη τους δὲ σβύνει.

ΑΘΗΝΑΙ 1892

55