[ ΔΑΝΤΗ
(Ι. 1 - 7) ]
’Σ τῆς ζωῆς μας ἐγὼ τὸ μισοστράτι
Βρέθηκα σ’ ἕνα σκοτεινὸ ρουμάνι
Γιατί εἶχα τὸ ἴσιο χάσῃ μονοπάτι.
Τί δύσκολα, ἄχ! κανεὶς ἀναθηβάνει
Πὼς τ’ ἄγριου λόγγου ἦταν τραχειὰ ἡ σκληράδα,
Ποὺ νέα ’ς τὸ λογισμὸ τρομάρα βάνει.
Μόν’ τοῦ θανάτου εἶν’ πιὸ πολλὴ ἡ πικράδα.
[ ΔΑΝΤΗ
(Ι. 1 - 9) ]
Ἡ δόξα ἐκείνου ποὺ κινάει τὰ πάντα
Περνάει καὶ λάμπει μὲς τὴν οἰκουμένη
Περσὰ σὲ μιά, πιὸ λίγο σ' ἄλλη μπάντα.
Στὸν οὐρανὸ ποὺ πλιό του φῶς λαβαίνει
Ἤμουν κ’ εἶδ’ ὅσα οὔτε μπορεῖ οὔτε ξέρει
Νὰ ξαναπῇ ὅποιος κεῖθε κατεβαίνει.
Τί ὡς ζυγόνει στοῦ πόθου της τὰ μέρη,
Τόσο βαθαίνει ἡ διάνοια μας ποὺ ὀπίσω
Νὰ πάῃ ἡ θύμηση δὲ θὰ καταφέρῃ.
Βλέπεις πῶς κατακόκκινη ἡ δύσι εἶναι ἐκεῖ κάτου;
Πρόβαλλ’ ἡ νύχτα σὰν ἀετὸς ποῦ ἀνάψαν τὰ φτερά του.
Στιχ. 4. |
Τί δύσκολο, ἄχ, κανεὶς ν’ ἀναθηβάνῃ |