Σελίδα:Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922).djvu/139

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Τὴ Νταμαγιάντη ζύγωσε κ’ εἶπε ὁ σταβλάρχης: «Τήρα,
ὑπάκουο στέκει, δέσποινα, πλῆθος λαοῦ στὴ θύρα· 30
τοῦ Νισχιαντχίτη ἂς εἰπωθεῖ: «Τοῦ βασιληᾶ ποῦ ξέρει
τὸ τίμιο καὶ τὸ ὠφέλιμο δὲ μπόρειε νὰ ὑποφέρει
τὲς συφορὲς, κ’ ἦρθε ὁ λαὸς ὅλος ἐδώ.» Τὸ λέει
τότες μ’ ἀδύνατη φωνή, ποῦ λουχτουκιῶντας κλαίει,
τοῦ Νάλα ἡ Μπχιμογέννητη, ποῦ ὁ πόνος τὴ θερίζει, 35
καὶ τὴν ψυχή της ὁ καημὸς χτυπῶντας ἀφανίζει:
«Ρήγα, στὴν πόρτα στέκονται παράμερα οὶ πολῖτες
μ’ ὅλους τοὺς συβουλάτορες, ποῦ σὰν καλοθελῆτες
τοῦ βασιληᾶ πρωτοστατοῦν, κ’ ἡ πεθυμιά τους εἶναι
νὰ ἰδοῦν ἐσέ, νὰ τοὺς ἰδεῖς, παρακαλῶ σε κλίνε» 40
Λέει, ξαναλέει το ἐπανωτά, συχνά, μὰ ἐκείνης πὤχει
ἀπὸ τὸ κλαῦμα τοῦ ματιοῦ λαμπρὴ τὴν ὄξω κώχη,
ὁ βασιληᾶς ἀπάντηση δὲ δίνει της καμία,
τόσο τοῦ Κάλη μέσα του δυνήθηκε ἡ ἐξουσία.
Πολῖτες, συβουλάτορες, ὅλοι εἶπαν τότες: «Ἄλλος 45
εἶναι, δὲν εἶναι ὁ ἴδιος» κ’ ἕνας καϋμὸς μεγάλος
τοὺς τυραγνοῦσε, ἐντράπηκαν, κ’ ἐγύραν πάλι σπῖτι.
Τὸ παίξιμο τοῦ Πούσκαρα καὶ τ’ ἄλλου Νισχιαντχίτη,
τέτοιο ἦταν, ὦ Γιουντχίστχιρα, καὶ γιὰ πολλὰ φεγγάρια
χαμένος ὁ Ἁγνοξάκουστος ἀπόμεινε στὰ ζάρια. 50

8

Κ’ ἡ Νταμαγιάντη βλέποντας τὸν Ἁγνοξακουσμένον
τὸν ἄντραρχο, ἡ ἀξελόγιαστη, κοντὰ ξελογιασμένον,
ποῦ τὸ παιγνίδι τοὔπαιρνε τὰ φρένα, φόβος, πόνος
τὴ Μπχιμογέννητη ἔπιασε καὶ στοχασμός της μόνος,
ρήγα, ἦταν ἡ περίσταση τοῦ βασιληᾶ ἡ μεγάλη. 5
Γι’ ἀγάπη του καὶ τρέμοντας μὴν κολαστεῖ καὶ σφάλει,
νοιώθοντας π’ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τοῦ τἆχαν κερδεμένα,
ἐμίλησε ἡ τρισδόξαστη στὴ δούλα Βριχατσαίνα,
τὴ βάγια τὴν καλόβουλη, ποῦ λόγια ὡραῖα μιλοῦσε,
καὶ σ’ ὅλα ὄντας παράξια πιστὰ τὴν ἀγαποῦσε: 10
«Ὦ Βριχατσαίνα, ἄμε νὰ πεῖς ἀπ’ ὄνομα τοῦ Νάλα,
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ μπάσουνε στοῦ βασιληᾶ τὴ σάλα,
διηγήσου πόσοι θησαυροὶ χαθῆκαν καὶ τί πλούτη
τώρα ἀπομένουν.» Κ’ ἤρθανε σὰν καλομάθαν τούτη
τοῦ Νάλα τὴν παραγγολὴ κ’ ἐλέαν οἱ ὁρμηνευτάδες: 15
«Γραφτό μας νὰ ἦταν, ἄμποτες, νἀρθοῦμε γλυτρωτάδες!»
Περίγυρα ὅλος ὁ λαὸς ἐκεῖ ξαναμαζεύτη,
τοῦ τὄπε ἡ Βιτραρμπχίτισσα, μὰ δὲν τὸ ἐνοστιμεύτη·
κι’ ἀφοῦ καλοδεχούμενον τὸν ἄντρα της δὲ βρῆκε
σ’ ὅ,τι εἶπε, ἐντράπη καὶ ξανὰ στὸ γυναιτίκι ἐμπῆκε. 20
Μὰ ἀκούοντας πῶς ἀδιάκοπα κατάτρεχε τὸ ζάρι
τὸν Ἁγνοξάκουστον καὶ πῶς τὸ βιός του ὅλο εἶχαν πάρει,

125