μα, ἐκ χαρτονιοῦ, σιδηροῦ σύρματος, βελούδου, ἀνθέων καὶ πτερῶν, μετέχον πύργου, κήπου καὶ πτηνοτροφείου. Εἰς τὴν Σύρον μάλιστα ἐβασίλευον ἀκόμη αἱ γιγάντειαι παμίλαι τοῦ Λουδοβίκου Φιλίππου, καίτοι ἀπὸ τρία ἤδη ἔτη ἐβασίλευεν εἰς Παρισίους ὁ Λουδοβίκος Ναπολέων. Ἀλλ’ ἐπὶ τέλους συνετελέσθη καὶ τοῦ πίλου ἡ κατασκευὴ καθ’ ὅλους τοὺς κανόνας τῆς γαλλοσυριανῆς τέχνης. Ἦτο ἀπὸ βελοῦδον βαθυπράσινον, καὶ οὔτε ἄνθη τοῦ ἔλειπαν οὔτε οὐραὶ στρουθοκαμήλων. Οὕτω Σαββατιανὴν τινὰ ἑσπέραν, μετὰ πολλοὺς κόπους καὶ δρόμους, ὁ περίφημος πῖλος εὑρίσκετο ἐντὸς χαρτίνου κουτίου ἐπὶ τῆς ἱματιοθήκης, τὰ ἐνδύματα ἡπλωμένα ἐν τάξει καὶ συμμετρίᾳ ἐπὶ τῆς παρθενικῆς κλίνης, καὶ πλησίον αὐτῶν τὰ στιλπνὰ ὑποδήματα καὶ τὰ μεταξωτὰ χειρόκτια, ὅλα ἕτοιμα διὰ τὴν αὐριανὴν μεταμόρφωσιν τῆς Λάμιας εἰς Εὐρωπαίαν. Ἀλλ’ ἑτοίμη ἦτο καὶ ἡ Σεμίρα.
Ὁ λόγος τῆς τοσαύτης κατὰ τοῦ χαριτοβρύτου τούτου πλάσματος ἔχθρας τῆς οἰκονόμου ἦτο ὅτι, ὡς ὅλαι αἱ γᾶται καὶ μᾶλλον πάσης ἄλλης, ὑπερηγάπα ἡ ἰδική μας τὴν ζέστην καὶ τὸ ἅπλωμα εἰς τὰ μαλακά. Τούτων τὸ ἄκρον ἄωτον δὲν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ παρὰ μόνον εἰς τὴν μεγαλοπρεπὴ ἐκείνην κλίνην. Ἐκεῖ λοιπὸν κατέφευγε τακτικὰ κατ’ ἀπόγευμα ἀκριβῶς μεταξὺ τοῦ ἐφαπλώματος καὶ τοῦ σκεπάσματος τῶν ποδῶν, ἔχουσα ἀτλάζι ὑπὸ τὴν κοιλίαν καὶ πούπουλον ἐπάνω εἰς τὴν ῥάχιν. Ἡ Λάμια μία μόνην πρώτην καὶ τελευταίαν φορὰν ἐπέτυχε νὰ τὴν συλλάβῃ ἀνύποπτον καὶ νὰ τὴν δείρῃ ἀνηλεῶς. Ἀλλ’ οὐδὲν ἄλλο κατώρθωσε διὰ τῆς ῥάβδου της νὰ τὴν διδάξῃ, παρὰ μόνον νὰ φυλάττεται, οὐχὶ ὅμως καὶ ν’ ἀπέχῃ τοῦ μεταξοστρώτου ἐκείνου παραδείσου. Ἔκτοτε ἐξηκολούθουν καθημερινῶς τῆς γάτας αἱ ὑπὸ τὸ σκέπασμα κατακλίσεις καὶ τῆς γυναικὸς αἱ μάταιαι καταδιώξεις. Ἡ τοιαύτη καθ’ ἑκάστην καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν σχεδὸν ὥραν μονομαχία συγκατελέγετο μεταξὺ τῶν τακτικῶν διασκεδάσεων τῶν ὑποτρόφων. Ἡ Λάμια, παραμονεύουσα παρὰ τὴν θύραν, εὐθὺς ἅμα παρετήρει ὑψούμενον ἐπὶ τῆς πεδιάδος τῆς κλίνης τὸν λόφον τὸν ἀγγέλλοντα τὴν παρουσίαν τῆς Σεμίρας ὑπὸ τὸ πούπουλον, ἐπλησίαζεν ἀκροποδητί, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὴν καταφθάσῃ κοιμωμένην· ἀλλὰ καθ’ ἣν ἀκριβῶς στιγμὴν ὑψώνετο τὸ σκουπόξυλον, ἀπετίνασσε τὸ πονηρὸν ζῷον τὸ σκέπασμα καὶ ἐξώρμα δι’ ἑνὸς πηδήματος εἰς ὑψηλὸν ῥάφι. Ἂν δὲ καὶ ἐκεῖ ἀπει-