Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/88

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
84ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΟΥ

τήχει τὸ ἆσμα τῶν σαλεπιτζῆδων, τῶν πετεινῶν, τῶν λαχανοφόρων γαϊδάρων καὶ τῶν ἄλλων προδρόμων τῆς ῥοδοδακτύλου Ἠοῦς.

Ἡ χαριτόβρυτος ἐν τούτοις Σεμίρα εἶχε θανάσιμον ἐντὸς τοῦ Λυκείου ἐχθράν. Αὕτη ἦτο ἡ ἀπὸ τινῶν μηνῶν ἐκτελοῦσα ἔργα οἰκονόμου. Προτιμῶν νὰ σιωπήσω τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς ταύτης, ἀρκοῦμαι νὰ εἴπω ὅτι τὴν εἶχον μεταβαπτίσει Λάμιαν οἱ μαθηταί. Πατρίδα εἶχε τὴν Ὕδραν καὶ ἡλικίαν φθινοπωρινήν. Ἀλβανὴ προφανῶς τὸ γένος, μὲ ἀνάστημα δίπηχυ καὶ ὤμους ἀχθοφορικούς, ὠμοίαζε Λιάπην γυναικοφορεμένον. Πρὸς συμπλήρωσιν τῆς περιγραφῆς της ἀρκεῖ νὰ προσθέσω ὅτι ἀπὸ τὰς περιζητήτους ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ὁμοιότητας τῆς γυναικὸς πρὸς γαλῆν δὲν εἶχεν ἡ Λάμια παρὰ μίαν, ὄχι βεβαίως τὴν εὐκαμψίαν, τὴν λειότητα, τὴν χάριν ἢ τὸ ῥόδινον χρῶμα τοῦ χείλους, ἀλλὰ μόνον ἱκανῶς πυκνὸν μύστακα ὑπεράνω αὐτοῦ. Οὐδ’ ἦτο χαριέστερος τοῦ προσώπου τῆς γεροντοκόρης ὁ χαρακτήρ. Πρὸς ἐκτίμησιν αὐτοῦ δύναται νὰ χρησιμεύσῃ ὅτι, μὴ θεωροῦσα τὸν μύστακα καὶ τὰ σαρανταπέντε τουλάχιστον ἔτη της ἱκανὰ νὰ ἐμπνεύσωσιν ἐπαρκὴ σεβασμόν, ἐθεώρει πρέπον νὰ προσφέρεται μετὰ περισσῆς σοβαρότητος καὶ αἰδημοσύνης μὲ τοὺς οὐδόλως βλέποντας πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς. Ὁ φόβος της τῶν ἀσέμνων θεαμάτων ἦτο τοσοῦτος ὥστε, λησμονοῦσα ὅτι καὶ αὐταὶ αἱ καλογραῖαι θεωροῦσι τοὺς πάσχοντας ὡς οὐδετέρους, οὐδ’ εἰς ἑξαετὲς παιδάριον ἔστεργε νὰ ἐπιθέσῃ κατάπλασμα, περὶ δὲ κλύσματος οὐδὲ λόγος ἠδύνατο νὰ γείνῃ. Ἀντὶ ὅμως αὐξήσεως σεβασμοῦ οὐδὲν ἄλλο ἐκ τῆς τοσαύτης ἐπιδείξεως σεμνότητος παρὰ τῶν μαθητῶν ἀπελάμβανε παρὰ καθημερινὰς πεζάς τε καὶ ἐμμέτρους διακαοῦς ἔρωτος δηλώσεις. Τὰς ἐπιστολὰς ταύτας, διὰ τῶν ὁποίων ἀνυμνοῦντο ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τῶν θελγήτρων τῆς τοῦ μύστακος αὐτῆς αἱ τρίχες, ἔσπευδε μετ’ αἰδήμονος ἀγανακτήσεως νὰ καταγγείλῃ εἰς τὸν προσωρινὸν διευθυντὴν μακαρίτην Φαβρίκιον, πολυμαθέστατον καὶ ἀγαθώτατον Γερμανόν, μ’ εὔθυμον διάθεσιν καὶ μύτην κόκκινην μετὰ τὸ γεῦμα. Τοιοῦτος ὤν, δυσκόλως κατώρθωνε νὰ κράτησῃ τὸν γέλωτα ὅταν ἐπέπληττε τὸν ἔνοχον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπέβαλλε νὰ ζητήσῃ συγγνώμην ἀπὸ τὴν ἀξιότιμον δεσποινίδα ἐνώπιον ὅλων του τῶν συμμαθητῶν. Αἱ σκηναὶ ἐκεῖναι δημοσίας αἰτήσεως συγγνώμης ἦσαν ὄντως διασκεδαστικαί. Ἀκριβὰ ὅμως ἐπλήρωναν οἱ δυστυχεῖς ὑπότροφοι τὴν διασκέδασιν ἐκείνην. Ἡ Λάμια