δύο βώλους χιόνος καὶ τὰ ἀνορθωμένα πτερά των ὡμοίαζον ὅταν τὰ ἔσειεν ὁ ἄνεμος νιφάδας.
Μόνος ὁ ἀγαπῶν τὰ ζῷα καὶ τερπόμενος εἰς τὴν λεπτομερή παρατήρησιν, οὐχὶ µόνον τῶ γενῶν καὶ τῶν εἰδῶν ὡς ὁ ἐπιστήμων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀτόμων, κατορθώνει διὰ τοῦ χρόνου νὰ διακρίνῃ εἰς τὴν φυσιογνωμίαν καὶ τὰς ἑξῆς αὐτῶν παραλλαγάς, ἐκ τῶν ὁποίων δύναται ἀσφαλῶς νὰ εἰχκασθῇ ἑκάστου ζώου, ὅπως καὶ ἑκάστου ἀνθρώπου, ὁ ἠθικὸς χαρακτήρ. Οὕτω λ.χ. ἡ λευκὴ ὀρνιθούλα μοῦ ἦτο τύπος καλῆς συζύγου καὶ οἰκοκυρᾶς τιμίας, σεμνῆς, πάντοτε καθαρᾶς καὶ καλοκτενισμένης, ἄνευ ὅμως πολυτελείας ἢ περισσής φιλαρεσκείας. Ὁ πετεινὸς ἀπ’ ἐναντίας ἧτο τύπος λιμοκοντόρου, δανδῆ, καλλωπιστοῦ, λέοντος, λεβέντη ἢ ὅπως ἄλλως ὀνομάζονται κατὰ καιροὺς καὶ τόπους οἱ ἀγαπῶντες νὰ κορδώνωνται, νὰ καμαρώνωνται καὶ νὰ λαμβάνωσιν ἦθος καρδιοσφάχτου καὶ κατακτητοῦ. Πλὴν τῆς συμπεριφορᾶς καὶ αὐτὸς ὁ τόνος τῆς φωνῆς του τὸν ἔκαμνε νὰ ὁμοιάζῃ λιγωμέγον τενορῖνον.
Καὶ τοιοῦτος ὅμως ὤν, ἔζη καλὰ μὲ τὴν ὄρνιθα του, τὴν ἐπεριποιεῖτο, τὴν συνώδευεν εἰς τὸν περίπατον, καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου τὴν ἄφινε νὰ πρωτοφάγῃ. Εἰς τὴν τοιαύτην διαγωγήν του συνετέλει κατὰ πολὺ καὶ ἡ ἔμφυτος συνήθεια τῶν πετεινῶν καὶ τῶν ὀρνίθων νὰ μὴ σμίγωσιν ὡς οἱ σκύλοι, μὲ ἄλλας τοῦ γένους τῶν φυλὰς παρὰ μόνον ἐν ἐλλείψει ὀμοφύλων, ἄλλη δὲ λευκόπτερη κόττα δὲν ὑπῆρχεν εἰς τὴν αὐλὴν ἐκείνην καμμία.
Τὸ ἔμφυτον ὅμως τοῦτο φυλετικὸν αἴσθημα δὲν ἧτο, ὡς φαίνεται, ἱκανῶς ἀνεπτυγμένον, ὥστε νὰ ὑπερνικήσῃ τὰς ἐφόδους τοῦ διεστραμμένου τοῦ πετεινοῦ µου ἀτομικοῦ χαρακτῆρος. Πολλὰ σημεῖα μ’ ἔκαμναν ἀπό τινων ἡμερῶν νὰ ὑποπτεύω ὅτι τὸ ἀχρεῖον πετεινάρι, τοῦ ὁποίου ἐθαύμαζα τὴν συζυγικὴν πίστιν, ἤρχιζε νὰ κυνηγᾷ μίαν μικρὰν ὄρνιθα, ἡ ὁποία δὲν ἦτο βεβαίως ὁμόφυλός του, ἀλλ’ ἀνῆκεν εἰς ἄλλην κάπως συγγενῆ φυλήν, τὴν λεγομένην περιβολάρικην. Δὲν ἧτο μὲν ὅσον ἡ σύζυγός τοῦ εὔμορφη, ἀλλὰ εὔχαρις, ζωηρά, πλουμιστὴ ὡς πέρδικα καὶ ἀπὸ τὸ πρωί, ὑαλιστὴ καὶ συγυρισμένη, ἐπεριπάτει μὲ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ἐσείετο ὡς σεισοῦρα καὶ πολὺ περισσότερο παρὰ φρόνιμη κόττα ὡμοίαζε κοκότα.