Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/31

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ27

μωμένον, διὰ τὸν λόγον ὅτι τὰ ῥόδα ἔχουσιν ἀκάνθας. Ἀντὶ νὰ δυσανασχετῶ διὰ ταύτας, ἐνόμιζα ὅτι θὰ ἦτο μαύρη ἀχαριστία νὰ μὴ δοξάσω τὸν Θεόν, ἀναλογιζόμενος ὅτι δὲν ἤμην ἀκόμη τριάντα ἐτῶν, ὅτι εἶχα τριάντα χιλιάδας δραχμὰς εἰσόδημα, τριάντα εἰς τὸ στόμα μου στερεοὺς ὀδόντας, στόμαχον στρουθοκαμήλου, γυναῖκα ἱκανὴν νὰ ἐνσαρκώσῃ τὰ ὄνειρα Συβαρίτου καὶ μαγείρισσαν τὴν ὁποίαν θὰ μ’ ἐζήλευεν ὁ Ταλλεϋράνδος. Τὸν βίον μου ἔβλεπα νὰ ἐκτείνεται ἔμπροσθέν μου ὡς μακρὰν παράταξιν ἀπὸ καλὰ δεῖπνα, διαφανῆ σύννεφα δαντέλλας, λαμποκοπήματα μαύρων ὀφθαλμῶν καὶ παντὸς χρώματος κανδήλας.