αὐξάνουσα πεποίθησίς μου οὐχὶ εἰς τὴν ἀγάπην ἢ τὴν ἀρετήν, ἀλλ’ εἰς τὴν φιλαρέσκειαν καὶ τὸν ἐγωισμὸν τῆς γυναικός μου, τὸν ἱκανὸν νὰ τὴν ἀποτρέψῃ ἀπὸ πᾶσαν ἐπικίνδυνον τρέλλαν. Ἡ Χριστίνα δὲν ἀνῆκε βεβαίως εἰς τὸ γένος τῶν τρυγόνων καὶ τῶν περιστερῶν, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον, τῶν παγωνίων. Οἱ πόθοι της ἐφαίνοντο περιοριζόμενοι εἰς τὸ νὰ θαμβώνῃ τὰς Συριανὰς διὰ τῆς πολυτελείας τῶν ἐσθήτων της, καὶ νὰ ῥάπτῃ εἰς τὴν ἄκραν αὐτῶν πολυπληθὲς ἐπιτελεῖον θαυμαστῶν. Ἐκ τούτων οἱ μὲν ἐπίσημοι ξένοι ἦσαν εὐτυχῶς διαβατικὰ καὶ κάπως μαδημένα ὑπὸ τῆς ἡλικίας πτηνά, τῆς δὲ αὐτόχθονος νεολαίας αἱ αἰσθηματικαὶ φράσεις εἶχαν μεγάλην ὁμοιότητα μὲ τὰ ἐρωτικὰ δίστιχα, εἰς τὰ ὁποῖα τυλίγουν οἱ ζαχαροπλάσται τὰς καραμέλας. Ἔπειτα, ὅση καὶ ἂν ἦτο ἡ μετριοφροσύνη μου, δὲν ἠδυνάμην νὰ μὴ ἔχω πεποίθησιν τινὰ εἰς τὰ ἰδικά μου ἔκτακτα συζυγικὰ προσόντα, τὴν συγκατάβασιν, τὴν ὑποκρισίαν, τὴν ὑπομονήν μου, τὴν ἀποχὴν ἀπὸ πᾶσαν ἀπαίτησιν καὶ τὴν πρόθυμον πληρωμὴν παντὸς λογαριασμοῦ. Ἀληθές εἶνε, ὅτι ὑπέφερα πολὺ ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ τρίβῃ τοὺς γυμνοὺς ὤμους της εἰς τὰς χρυσὰς ἐπωμίδας ναυτικοῦ, ἢ ν’ ἀποσύρεται εἰς μίαν γωνίαν καὶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν νὰ κρυφομιλῇ ὄπισθεν τοῦ ῥιπιδίου της, καὶ ἀκόμη περισσότερον ὅταν εὐθὺς μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας μοῦ ἔλεγε «Καλὴν νύκτα». Ἀλλ’ ἡ πεῖρα μὲ εἶχε διδάξει νὰ ἐξετάζω τὰ πράγματα καὶ ὑπὸ τὰς δυὸ ἐπόψεις. Ἡ δὲ ἄλλη ἔποψις ἦτο ὅτι, ἂν ἐφέρετο καλύτερα μαζί μου, θὰ τὴν ἠγάπων βεβαίως πολὺ ὀλιγώτερον, ἀφοῦ διὰ μόνης της δυσπιστίας, τῆς ζηλείας καὶ τῆς ἀνησυχίας δύναται ὁ πόθος νὰ διατηρηθῇ ἀκμαῖος. Ἡ πρώην πεζὴ γνώμη μου, ἡ περιορίζουσα τὴν εὐτυχίαν εἰς τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τοιούτων βασάνων εἶχε μεταβληθῆ ἐξ ὁλοκλήρου ἅμα ἔφθασα νὰ ἐννοήσω πόσον συντελοῦσι ταῦτα πρὸς κορύφωσιν τῆς ἡδυπαθείας. Ἄδικον λοιπὸν καὶ κάπως ἀχάριστον θὰ ἦτο νὰ παραπονεθῶ κατὰ τῆς γυναικός μου, διότι ἔπραττεν ἀκριβῶς ὅσα ἔπρεπε νὰ πράττῃ διὰ νὰ καταστήσῃ γλυκύτερα τὰ φιλήματά της. Ἂν εἶχα καθ’ ἡμέραν σύζυγον δὲν θὰ εἶχα ἐκ διαλειμμάτων ἐκτάκτου ποιότητος ἐρωμένην.
Ταῦτα ἐσκεπτόμην χλιαράν τινα ἑσπέραν τῆς Τεσσαρακοστῆς, καπνίζων μετὰ τὸ γεῦμα ἐπὶ τοῦ ἐξώστου, καὶ δίδων ἄδικον εἰς τοὺς μεμψιμοίρους ἐκείνους, τοὺς κηρύττοντας τὸν κόσμον κακοκα-