Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/27

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ23

μηνῶν πρὸς ἀπόκρυψιν τῶν ψυχικῶν μου βασάνων. Ἐκ Βιέννης ἐξεπήδησα εἰς Ἀμβοῦργον καί, ἀφοῦ εἰσέπραξα καὶ ἐτοποθέτησα τὸ κέρδος μου εἰς ἀνώνυμα χρεώγραφα, ἐπανῆλθα μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας, κομίζων εἰς τὴν Χριστίναν διπλάσια τῶν ὅσα μὲ εἶχε παραγγείλει στολίδια. Παρατηρῶν τὴν ἔκπληξιν καὶ τὴν χαράν της κατὰ τὸ ἄνοιγμα τοῦ κιβωτίου, ἀνελογιζόμην, συγχαίρων ἐμαυτὸν διὰ τὴν ὑποκρισίαν μου, πόσον εὐτελεστέρα θὰ τῆς ἐφαίνετο ἡ προσφορά μου, ἂν ἐγνώριζε τὴν ἀπροσδόκητόν μεγαλοδωρίαν τῆς τύχης. Ἀπαραίτητος ὅρος ἁρμονικῆς συμβιώσεως μὲ γυναῖκα φιλάρεσκον εἶνε ν’ ἀποκρύπτῃ τις ἐπιμελῶς εἰς αὐτὴν δυὸ τινά, τὰ ἐννέα δέκατα τῆς ἀγάπης του καὶ τὸ ἥμισυ τουλάχιστον τῆς περιουσίας του.

Oὐδεμίαν αἰσθανόμενος ὄρεξιν νὰ θαμβώσω τοὺς Συριανοὺς ἐπροτίμησα πάσης ἐπιδείξεως ἀθόρυβον καὶ σχεδὸν λαθραίαν αὔξησιν εὐζωίας. Παρήτησα τὴν θέσιν μου προτείνων ὅτι θὰ ἐκέρδιζᾳ περισσότερα ἐργαζόμενος διὰ λογαριασμόν μου, καὶ ὑπὸ τὴν πρόφασιν ὅτι ἔσταξαν, ὅταν ἔβρεχε, δυὸ ταβάνια, ἀνεκαίνισα ὁλόκληρον τὴν οἰκίαν μου· τὰς τοιχογραφίας ἀνέθεσα εἰς Ἰταλὸν πρόσφυγα, ὀνόματι Ὀρσάτην, πρώην σκηνογράφον τοῦ θεάτρου τῆς Σκάλας. Οὗτος ἐπέτυχε πρὸ πάντων εἰς τὴν διακόσμησιν τοῦ κοιτῶνος τῆς Χριστίνας, τὸν ὁποῖόν μετέβαλεν εἰς τέλειον ἀνατολικὸν ὀδᾶν κατὰ μίμησιν τῆς Ζαΐρας εἰς τὸ ὁμώνυμόν μελόδραμα τοῦ Βελλίνη. Τὴν ὁμοιότητα συνεπλήρωσαν βαρέα παραπετάσματα τῆς Προύσσας, διβάνιον ἐστρωμένον μὲ χρυσοκέντητον ὕφασμα, προερχόμενον ἐκ παλαιᾶς ἀρχιερατικῆς στολῆς, περσικὸν μαγκάλι, σκαμνία μ’ ἐπικολλήματα μαργαριτομάννας, καὶ ἐπάργυρος βυζαντινὴ κολυμβήθρα, μεταβληθεῖσα εἰς μεγαλοπρεπὲς ἀνθοδοχεῖον. Πάντα ταῦτα εἶχε προμηθευθῇ εὐθηνὰ ὁ διακοσμητὴς κατά τινα ἐκδρομήν του εἰς τὴν Νάξον, ὅπου ἐσώζοντο ἀκόμη ἱκανὰ λείψανα φραγκοτουρκικῆς πολυτελείας, καὶ κατώρθωσε νὰ συναρμόσῃ πρὸς ἄλληλα μὲ τοσαύτην φιλοκαλίαν καὶ ἀκριβὴ γνῶσιν τῶν κανόνων τῆς ἀντιθέσεως τῶν χρωμάτων καὶ τῆς διανομῆς τοῦ φωτός, ὥστε κατέθελγον ἀντὶ νὰ θαμβώνωσι τὸν ὀφθαλμόν. Ὁ αὐτὸς πολύτιμος ἄνθρωπος μ’ ἐβοήθησε νὰ ὑφαρπάσω διὰ πλειοδοσίας ἤ, ὡς λέγουν οἱ Συριανοί, νὰ ζευγατίσω, τὴν Μιλανέζαν μαγείρισσαν τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἄνω Σύρου, τῆς ὁποίας ἦσαν ὀνομαστὰ καθ’ ὅλας τὰς Κυκλάδας τὰ ῥαβιόλια, ἡ γαριδόσουπα καὶ τὸ νηστίσιμον καπόνι.