Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/25

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ21

νὰ ὑπάγω κοντά της. Κατ’ ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν στιγμήν, ἐνῷ ἐβυθιζόμην εἰς πέλαγος ἡδυπαθείας, ἐκορυφώνετο τῆς καταιγίδος ἡ μανία. Ἡ βροχὴ εἶχε μεταβληθῇ εἰς κατακλυσμόν, ὁ ἄνεμος ἀνήρπαζε κεραμίδια καὶ ἀντήχουν ἀλλεπάλληλοι αἱ βρονταί. Ἤθελα δὲν ἤθελά μου ἐπέκλωθεν ἡ μοῖρα μου νὰ εἶμαι ῥωμαντικός. Τοὺς φλογεροὺς πόθους καὶ τοὺς νυκτερινοὺς μονολόγους διεδέχοντο μανδαλώματα τῆς θύρας καὶ ἐκτάσεις ἐπὶ διβανίων ὑπὸ τοὺς συριγμοὺς τῆς ἀνεμοζάλης. Ματαία λοιπὸν ἐφαίνετο ἡ ἀντίστασίς μου κατὰ τοῦ πεπρωμένου καὶ πολὺ προτιμότερον νὰ στέρξω τὰ πράγματα ὅπως ἦσαν. Πρέπει δὲ καὶ νὰ ὁμολογήσω ὅτι εἶχεν ὀλιγοστεύσῃ κατὰ πολὺ εἰς διάστημα μιᾶς μόνης ὥρας ἡ ἀντιπάθειά μου κατὰ τοῦ ῥωμαντισμοῦ. Συγκρίνων τῷ ὄντι τὰς ἡσύχους καθημερινὰς ἀπολαύσεις τῆς Κέας πρὸς τὸ ἡδυπαθὲς ῥῖγος, τὸ ὁποῖον μὲ κατέλαβεν ὅταν μετὰ δεκαήμερον ἐξορίαν μου ἔνευσε πρὸ ὀλίγου ἡ Χριστίνα νὰ ὑπάγω κοντά της, κατήντησα εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ ποσὸν μακαριότητος, τὸ ὁποῖον δύναταί τις νὰ αἰσθανθῇ πλησίον γυναικός, εἶνε ἀκριβῶς ἀνάλογον τῆς ἀνησυχίας, τῆς ζήλειας, τῶν στερήσεων καὶ τῶν ἄλλων βασάνων ὅσα προηγήθησαν αὐτοῦ. Μόνος ὁ διελθὼν διὰ τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει ἔπειτα τὸ χάρισμα νὰ εἰσδύσῃ εἰς τὸ ἁγιαστήριον τῆς ὑπερτάτης ἡδυπαθείας· τὰς πύλας αὐτοῦ δὲν δύναται νὰ μᾶς ἀνοίξῃ οὔτε σεμνὴ παρθένος, οὔτε φιλόστοργος σύζυγος, οὔτε ὑπεραγαπώσα ἡμᾶς ἐρωμένη, ἀλλὰ μόνον γυνὴ φιλάρεσκος, ἰδιότροπος καὶ ὄχι καθ’ ἡμέραν καλή.

Οἱ χοροὶ ἐξηκολούθησαν, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ταράττουσα τὸν ὕπνον μου ἰδιαιτέρα πρὸς τὸν Βιτούρην εὔνοια τῆς Χριστίνας, ἡ ὁποία ἐφαίνετο ἤδη προτιμῶσα τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν ξανθῶν πλοκάμων τοῦ αἰσθηματικοῦ νεανίσκου, τοὺς μαύρους μύστακας καὶ τοὺς πλατεῖς ὤμους τοῦ ἀρειμανίου ἡμῶν φρουράρχου. Μετ’ ὀλίγας ὅμως ἡμέρας εὖρεν αὐτὸν χονδράνθρωπον, συγκρίνουσα τοὺς ἑλληνοπρεπεῖς τρόπους του πρὸς τὴν ἔξοχον εὐγένειαν, τὴν χάριν καὶ τὴν εὐφυΐαν τοῦ νεωστὶ διορισθέντος προξένου τῆς Γαλλίας. Οὐδὲ τούτου ὅμως ὑπῆρξε μακρὰ ἡ βασιλεία. Τὴν κομψότητα τοῦ παρισινοῦ φράκου του ἐσκέπασε μετ’ ὀλίγον ἡ λάμψις τῆς στολῆς καὶ τῶν παρασήμων τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἀγγλικῆς μοίρας. Ἔπειτα ἦλθεν ἡ σειρὰ τοῦ Ἰταλοῦ αὐτοσχεδιαστοῦ Ῥεγάλδη, περιηγουμένου τὴν Ἀνατολὴν πρὸς συλλογὴν δαφνῶν καὶ ταλλήρων, καὶ μὴ ἀπαξιώ-