Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/24

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
20ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

πτην. Αἱ χεῖρες μου ἔτρεμαν ὅταν τὸν ἤνοιξα. Ἀντὶ ὅμως ἐπιστολῆς τοῦ ῥωμαντικοῦ Καρόλου εὗρον ἐντὸς αὐτοῦ τρεῖς λογαριασμοὺς τῶν κυρίων Πούλου, Γιαννοπούλου καὶ Γεραλοπούλου διὰ μεταξωτά, καπέλλα, βλόνδας, κορδέλλας καὶ ἄλλα εἴδη, τῶν ὁποίων ἀνήρχετο τὸ ἄθροισμα εἰς δραχμὰς δυὸ χιλιάδας ἐπτακοσίας. Τὸ ποσὸν ἦτο βεβαίως μεγάλον, ἀλλὰ πολὺ μεγαλυτέρα αὐτοῦ ἡ ἀνακούφισις τὴν ὁποίαν ἠσθάνθην ἐκ τῆς ἀποδείξεως, ὅτι ἄδικον εἶχα νὰ νομίζωμαι συνάδελφος τοῦ Χαλδούπη. Ἡ χαρά μου ἦτο ὡς καταδίκου, τοῦ ὁποίου θὰ μετεβάλλετο ἀνελπίστως εἰς ἁπλοῦν πρόστιμον ἡ θανατικὴ ποινή. Ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ αἰσθήματος τούτου, ὅταν μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῆς ἐπισκέψεως προσῆλθεν ἡ Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη καὶ πιστεύουσα ὅτι εἶχε μεγάλην ἀνάγκην ν’ ἀπολογηθῇ καὶ νὰ μ’ ἐξευμενίσῃ, ἀντὶ πάσης ἄλλης παρατηρήσεως ἢ παραπόνου ἔτρεξα νὰ τὴν ἀσπασθῶ ὁλοψύχως, λέγων πρὸς αὐτήν: «Μὴ σὲ μέλῃ». Ἡ ἔκπληξίς της ὑπῆρξε μεγάλη. Δύσκολον τῷ ὄντι ἦτο νὰ μαντεύσῃ πὼς συνέβη νὰ θεωρήσω ἄξιον φιλοφρονήσεων καὶ φιλημάτων τὸ κατόρθωμά της, νὰ σπαταλήσῃ τὸ εἰσόδημά μας μίας ἐξαμηνίας εἰς διάστημα ὀλίγων ἡμερῶν.

Μετ’ ὀλίγον ὑπῆγε νὰ ἑτοιμασθῇ διὰ τὸν ἑσπερινὸν περίπατον. Ἀλλ’ ὁ οὐρανὸς ἐθόλωσεν ἀπροσδοκήτως· ἔλαμψαν ἀστραπαὶ καὶ ἤρχισε νὰ βρέχῃ ποταμηδόν. Ἐκαθήμην εἰς τὸ παράθυρον τῆς μικρᾶς αἰθούσης μας, παρατηρῶν τὸν κατακυλιόμενον ἀπὸ τὰ ὕψη τῆς Ἄνω Σύρου κίτρινον καταρράκτην παρασύροντα εἰς τὸ βορβορῶδες ῥεῦμα του φλοιοὺς πορτοκαλίων, συντρίμματα φιαλῶν, ἀπόμαχα ὑποδήματα καὶ πτώματα ὀρνίθων καὶ ποντικῶν, ὅταν αἴφνης ἀντικατέστησε τὸ πανόραμα ἐκεῖνο βαθὺ σκότος ἀπλωθὲν καὶ ἐπὶ τῶν δυό μου ὀφθαλμῶν. Αἰτία τῆς ἐκλείψεως ἦσαν αἱ χεῖρες τῆς Χριστίνας, ἥτις ἀπελπισθεῖσα νὰ ἐξέλθῃ εἶχεν ἐπιστρέψει ἀθορύβως καὶ βλέπουσα μὲ ἀφηρημένον διεσκέδασε νὰ μὲ τυφλώση. Τοῦτο μου ἐνεθύμισε περασμένας καλᾶς ἡμέρας. Χάρις εἰς τὴν θεόσταλτον ἐκείνην καταιγίδα εὑρισκόμεθα τέλος πάντων ἥσυχοι καὶ μόνοι πρώτην φορὰν μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας. Ὅταν ηὐδόκησε ν’ ἀποσύρῃ τὰς χεῖρας της, ἡ ἔκφρασις τοῦ βλέμματός μου ἦτο, ὡς φαίνεται, καὶ πάλιν τόσο εὔγλωττος, ὥστε ἔβαψεν ἐλαφρὸν ἐρύθημα τὴν παρειάν της. Ἔπειτα ἐμειδίασεν, ἔστρεψε διαβαίνουσα πρὸ τῆς θύρας τὸ κλεῖθρον, ὑπῆγε νὰ καθήσῃ εἰς τὸν σοφᾶν καὶ μ’ ἔνευσε