Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/22

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
18ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

σαν ἡμᾶς θύραν καὶ ἐπροχώρησα βήματα τινὰ πρὸς τὴν κλίνην της. Τὸν θάλαμον ἐφώτιζε κατὰ τὸ σύνηθες κυανὴ κανδήλα καίουσα πρὸ τοῦ εἰκονοστασίου. Τὸ γαλάζιον ἐκεῖνο φῶς, τὸ μεταδίδον χροιὰν ὀνείρου εἰς τὴν πραγματικότητα, ἦτο κ’ ἐκεῖνο ἰδική μου ἐφεύρεσις τῶν καλῶν ἡμερῶν τῆς Κέας. Ὁ κάματος καὶ ὁ νυσταγμός της κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἦτο τοσοῦτος, ὥστε εἶχεν ἀφήσῃ ὅλα τὰ πράγματα ἄνω κάτω. Τὸ φόρεμα εἰς μίαν ἄκραν του σοφᾶ, τὰ φουσκώματα καταγῆς, τὸν στηθόδεσμον εἰς γωνίαν τῆς κλίνης, τὴν γιρλάνδαν ἐπὶ τῆς προτομῆς τοῦ Κοραῆ, καὶ σκορπισμένα εἰς ὅλα τὰ καθίσματα τὸ ῥιπίδιον, τὴν ἀνθοδέσμην, τὰ χειρόκτια καὶ τὰ παράσημα τοῦ cotillon. Ὁ εὐνοούμενος αὐτῆς γᾶτος ἐκοιμάτο ἐπάνω εἰς τὸ ἄσπρον της βoυρνoῦζι καὶ ἐπὶ τῶν μαρμάρων τῆς ἑστίας ἐσπινθήριζον τὰ πετράδια τῶν βραχιολίων καὶ τοῦ περιδεραίου. Τὸ δωμάτιον ὠμοίαζε ναὸν τῆς θεᾶς Ἀκαταστασίας. Ἀδύνατον ὅμως ἦτο νὰ εἶνε ἄχαρι τὸ χάος ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἦσαν τόσον εὔμορφα ὅλα τὰ συστατικά. Εἰς τὰ λοιπὰ προσόντα τῆς Χριστίνας πρέπει νὰ προσθέσω καὶ ὅτι ἐσυνείθιζε νὰ κοιμᾶται μὲ ἓν γόνατον λυγισμένον καὶ τὴν χεῖρα ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς, ὡς τὸ ἀρχαῖον ἄγαλμα τοῦ Ἑρμαφροδίτου. Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἔβλεπε πιθανῶς εἰς τὸν ὕπνον της τοὺς θριάμβους της εἰς τὴν Λέσχην, ὡς ὑπέθεσα ἐκ τῆς διαστολῆς τῶν χειλέων της εἰς μειδίαμα κατὰ πάντα ὅμοιον μ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμοίραζεν εἰς τοὺς χορευτάς της. Ἐπροχώρησα ἓν ἄλλο βῆμα. Ἀλλ’ αἴφνης ἐκάρφωσε τοὺς πόδας μου εἰς τὸ ἔδαφος ἡ σκέψις ὅτι, ἂν τὴν ἐξύπνιζα, θὰ διεδέχετο τὸ γλυκὺ ἐκεῖνο μειδίαμα μορφασμὸς δυσαρεσκείας, ἓν χάσμημα, ἓν οὔφ! καὶ ἓν γύρισμα τῆς πλάτης. Οὐδὲ θὰ ἦτο ὅλως ἀδικαιολόγητος ἡ τοιαύτη ὑποδοχή, ἀφοῦ μόλις πρὸ μίας ὥρας εἶχε κατακλιθῇ καὶ διεφαίνετο ἤδη διὰ τῶν χαραμίδων τοῦ παραθύρου τὸ θολὸν φῶς τῆς χειμερινῆς πρωίας. Ἀπεσύρθην ἀκροποδητί, ἔκλεισα τὴν θύραν καὶ ἤρχισα πάλιν τὸν περίπατον καὶ τὸν μονόλογόν μου. Ὅταν ἐσυλλογιζόμην πόσον εὔκολον θὰ ἦτο εἰς τὴν γυναῖκα ἐκείνην νὰ μὲ καταστήσῃ τὸν εὐτυχέστερον τῶν ἀνθρώπων, ἂν κατὰ τί ὀλιγώτερον ἠγάπα τὰς διασκεδάσεις καὶ τὴν ἐργολαβίαν, μὲ ἤρχετο ὄρεξις νὰ τὴν πνίξω. Ὁ κίνδυνος ὅμως αὐτῆς δὲν ἦτο μεγάλος. Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸν κόσμον μαλακωτέρα τῆς ἰδικῆς μου καρδίας. Ἂν ἐπρόκειτο νὰ σφάξω ὁ ἴδιος τὰ ὀρνίθια, τὰ ὁποῖα τρώ-