Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/21

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ17

ἔτους καὶ τὴν ἑορτὴν τοῦ οἰκοδεσπότου. Ἐπίσκεψις ἀνδρὸς εἰς κυρίαν καθ’ ἡμέραν καὶ ὥραν ἐργάσιμον θὰ ἦτο εἰς τὴν Σύραν σκάνδαλον οὐχὶ μικρότερον τῆς παραβιάσεως χαρεμίου. Ἀπέμεναν ὅμως οἱ χοροὶ καὶ αἱ εἰς τὰ βαπόρια καὶ τὴν πλατεῖαν καθημεριναὶ συναντήσεις. Πλὴν αὐτῶν ἔτυχε νὰ ἴδω δυὸ ἢ τρεῖς φορὰς τὴν γυναῖκα μου ἐξερχομένην ἀπὸ τὸ φαρμακεῖον τοῦ Βιτούρη. Τοῦτο ὅμως δὲν ἠδυνάμην νὰ θεωρήσω ὡς ἐπιλήψιμον, οὐδὲ κὰν ὡς ὕποπτον, ἀφοῦ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπρομηθεύοντο αἱ Συριαναὶ τῆς ὑψηλῆς περιωπῆς τὰ πασαλείμματα καὶ τὰ μυρωδικά των. Ἡ σκέψις ὅμως αὕτη δὲν μ’ ἐμπόδιζε νὰ τρώγωμαι καὶ ν’ ἀνησυχῶ. Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖον περισσότερον ἀπ’ ὅλα μ’ ἐβασάνιζε καὶ μ’ ἐστενοχωροῦσε ἦτο, ὅτι σπανίως κατώρθωνα νὰ ἴδω μόνην καὶ ἥσυχην τὴν Χριστίναν. Οὔτε στρατάρχης κατὰ τὴν παραμονὴν κρισίμου μάχης ἠδύνατο νὰ ἤναι ὅσον ἐκείνη ἀπησχολημένος. Τὰ τρεξίματα εἰς τὰ ἐμπορικὰ διεδέχοντο τὰ συμβούλια μὲ τὰς φιληνάδας της. Πότε τὰ εἶχε μὲ τὴν ῥάπτριαν, ἡ ὁποία δὲν ἐφύλαξεν τὴν ὑπόσχεσίν της, καὶ πότε μὲ τὸν μονάκριβον τῆς Σύρου κτενιστὴν Ἀναστάσην, διότι ἐβράδυνεν νὰ ἔλθῃ, ἢ ἐτόλμησεν ὁ ἀχρεῖος νὰ τῆς προτείνῃ νὰ τὴν κτενίζῃ ἀπὸ τὸ μεσημέρι, διότι δὲν τοῦ ἐπερίσσευε καιρὸς τὸ ἑσπέρας. Κατόπιν τούτων ἤρχετο ἡ κούρασις τοῦ χοροῦ, τὸ νύσταγμα εὐθὺς μετὰ τὴν ἐπιστροφήν, ὁ βαθὺς ὕπνος της ἕως τὸ μεσημέρι καὶ ἡ ἰδική μου βασανιστικὴ ἀγρυπνία. Δὲν κατώρθωνα, ὄχι νὰ κοιμηθῶ, ἀλλ’ οὐδὲ κὰν νὰ μένω ἥσυχος ἐπὶ τῆς κλίνης μου. Ὡς βασανίζει τὸν διαβάτην τῆς ἐρήμου ἡ ὀπτασία βρύσεων, ποταμῶν καὶ χλοερῶν λειμώνων, οὕτω καὶ ἐμὲ ἡ ἀνάμνησις τῶν καλῶν ἡμερῶν τῆς Κέας, τῆς μοναξίας, τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς Χριστίνας ἐξηπλωμένης ὁλοκλήρους ὥρας ἐπάνω εἰς τὸ τουρκικὸ διβάνι μὲ ἄσπρον οἰκιακὸν φόρεμα καὶ βιβλίον εἰς τὴν χεῖρα. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μὲ φλογερώτερον πόθον ἐνθυμούμην δὲν ἦσαν τοῦ μέλιτος οἱ ἀπολαύσεις, ὅσον ἡ διαδεχομένη ταύτας γαλήνη καὶ ἰσορροπία τοῦ πνεύματος καὶ τῶν αἰσθήσεων, ἡ ὁποία μου ἐπέτρεπε νὰ ἐντρυφήσω καὶ εἰς τὰς ἄλλας τοῦ βίου ἀπολαύσεις. Ἐνῷ τώρα ἡ ἐκ τῆς ζηλείας καὶ τῆς στερήσεως συγκέντρωσις τῶν πόθων μου εἰς ἓν μόνον πρᾶγμα μὲ εἶχε μεταβάλει, ἐμὲ τὸν φρόνιμον Συριανόν, εἰς εἶδος τί Ὁδοιπόρου ἢ Ἐρωτοκρίτου ἀπαγγέλλοντος θρηνώδεις μονολόγους.

Νύκτα τινά, μὴ ἀντέχων πλέον, ἤνοιξα ἀθορύβως τὴν χωρίζου-