Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/20

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
16ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

σωσιν οὔτε ὅτι ἐνδέχεται νὰ πεινάσουν, ὅταν ἤναι χορτάτοι, οὔτε ὅτι ἠμποροῦν νὰ χορτάσουν, ὅταν ἤναι πεινασμένοι.

Τὴν ἐπιοῦσαν ἐκοιμᾶτο ἀκόμη, ὅταν ἐπῆγα περὶ τὰς ἕνδεκα εἰς τὸ γραφεῖον μου. Κατὰ τὴν ἐπιστροφήν μου τὴν εὕρηκα εἰς τὸ πιάνο εὐδιάθετον καὶ ζωηράν.

«Ἄκουσε», μὲ εἶπε, «τί ὡραῖον εἶνε αὐτὸ τὸ γαλόπ. Ἐγὼ ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ παίξω τίποτε χωρὶς τετράδιον, μίαν φορὰν τὸ ἤκουσα καὶ τὸ ἐνθυμοῦμαι ὁλόκληρον.»

Ταῦτα λέγουσα ἤρχισε νὰ κυμβαλίζῃ τὸ τρισκατάρατον γαλὸπ τοῦ χθεσινοῦ χοροῦ, τοῦ ὁποίου οἱ ἦχοι μου ἐνθύμιζαν τὰ βάσανά μου.

«Εἶμαι», ἀπήντησα ἀποτόμως, «ὀλίγον ζαλισμένος καὶ ἡ μουσικὴ μὲ πειράζει. Ἄφησέ το, σὲ παρακαλῶ, δι’ ἄλλην φοράν.»

Μ’ ἐκκύταξε μὲ κάποιαν ἀπορίαν, ἔκλεισε τὸ πιάνο καὶ ἐπῆγε νὰ στηριχθῇ εἰς τὸ παράθυρον. Μετ’ ὀλίγον τὴν εἶδα νὰ χαιρετᾷ μὲ πολλὴν χάριν καὶ φιλοφροσύνην.

«Ποῖον ἐχαιρέτησες»; ἠρώτησα μὲ ὅσην ἠδυνήθην νὰ ὑποκριθῶ ἀδιαφορίαν.

«Τὸν δάσκαλον τοῦ χοροῦ, τὸν γέρο Κουέρτζην.»

Ἔτρεξα εἰς τὸ παράθυρον τοῦ γειτονικοῦ δωματίου καὶ εἶδα τῷ ὄντι νὰ διαβαίνῃ τὸν γέροντα Κουέρτζην, ἀλλὰ στηριζόμενον εἰς τὸν βραχίονα τοῦ νέου Καρόλου Βιτούρη. Διατὶ λοιπὸν νὰ μοῦ ἀναφέρῃ μόνον τὸν Κουέρτζην, ἐνῷ πιθανώτατον ἦτο ὅτι ἔλαχεν εἰς τὸν σύντροφόν του ἡ λεόντειος μερὶς τοῦ χαιρετισμοῦ;

Τὸ ἔτος ἐκεῖνο ὑπῆρξεν ἐκτάκτως εὐτυχὲς διὰ τοὺς Συριανούς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὸ κλείσιμον τῶν ἰσολογισμῶν των ἔπαθαν ἀπὸ τὴν χαράν των χορομανίαν. Εἰς διάστημα ἑνὸς μηνὸς ἐδόθησαν ἕνδεκα μεγάλαι καὶ μικραὶ χοροεσπερίδες. Ἡ Χριστίνα δὲν ἔκαμεν ἄλλο παρὰ νὰ ἑτοιμάζεται ὅλην τὴν ἡμέραν, νὰ κουράζεται ὅλην τὴν νύκτα καὶ νὰ ξεκουράζεται τὴν ἑπομένην· οὔτ’ ἐγὼ ἄλλο τίποτε παρὰ νὰ τὴν συνοδεύω, ν’ ἀγρυπνῶ, ν’ ἀνησυχῶ, νὰ ζηλεύω, νὰ κατασκοπεύω καὶ νὰ βλέπω εἰς τὸν ὕπνον μου τὸν Ἥφαιστον, τὸν Μενέλαον καὶ τὸν Βιτούρην. Οὗτος ἐξηκολούθει νὰ συχνοδιαβαίνῃ ἀπὸ τὰ παράθυρά μας. Εὐτυχῶς τὰ ἔθιμα τῆς νήσου δὲν συγχωροῦν ἐπισκέψεις παρὰ μόνον κατὰ τὴν πρώτην τοῦ