εἰς τοῦ Καρόλου τὰς ἀγκάλας. Ὁ Χαλδούπης ἠθέλησε καὶ πάλιν νὰ μὲ πλησιάσῃ διὰ νὰ χύσῃ τὸ φαρμάκι τοῦ εἰς τὴν πληγήν μου, ἀλλὰ τὸ βλέμμα τὸ ὁποῖον ἔρριψα ἐπ’ αὐτοῦ, ἦτο, ὡς φαίνεται, τόσον ἄγριον, ὥστε ἐθεώρησε φρόνιμον νὰ μοῦ δείξη τὴν ῥάχιν. Ἀνεχωρήσαμεν σχεδὸν τελευταῖοι, καί, ὅταν εἰσήλθομεν εἰς τὸν κοιτῶνα μας, ἐσήμαιναν αἱ πέντε.
Τὸ παράδοξον, ἢ μᾶλλον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μ’ ἐφάνη παράδοξον, ἂν καὶ ἦτο φυσικώτατον, εἶνε ὅτι ὅσα ὑπέφερα εἰς τὸν κατηραμένον ἐκεῖνον χορὸν ἀπὸ τὴν κακολογίαν τοῦ Χαλδούπη καὶ τὴν διαγωγὴν τῆς Χριστίνας, ἀντὶ νὰ μὲ ψυχράνουν μὲ ἔκαναν νὰ τὴν ἐρωτευθῶ ἢ τουλάχιστον νὰ τὴν ἐπιθυμήσω σφοδρότερα καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὅπου ἀπεφάσισα νὰ τὴν πάρω διὰ νὰ παύσω νὰ τὴν ἐπιθυμῶ. Πλὴν τῆς ζηλείας καὶ τῆς δεκαημέρου στερήσεως συνετέλει εἰς ἔξαψιν τοῦ πόθου μου καὶ ἡ ἔκτακτος πολυτέλεια τοῦ ἐσωτερικοῦ αὐτῆς στολισμοῦ, ὁ μεταξωτὸς στηθόδεσμος, τὰ κεντητὰ μεσοφόρια, τὰ ἀτλάζινα ὑποδήματα καὶ τὸ μεθυστικὸν ἄρωμα τῆς ἴριδος καὶ τῆς ὑλαγγυλάγκης. Πάντα ταῦτα ἠμποροῦν οἱ εὐτυχεῖς κάτοικοι τῶν μεγάλων πόλεων νὰ τὰ εὕρουν ὅταν θέλουν μὲ μίαν ἢ δυὸ εἰκοσιπεντάρας, ἀλλὰ διὰ τοὺς δυστυχεῖς Συριανοὺς εἶνε πράγματα ἔκτακτα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπολαμβάνουν παρ’ ὅταν τύχη μεγάλος χορός, καθὼς μόνον τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα γεύονται ψαθούρια, σαμπάνια καὶ γάλον παραγεμιστόν. Ὅταν λοιπὸν ἐπλησίασα τὴν Χριστίναν, πρέπει νὰ ὑποθέσω ὅτι οἱ ὀφθαλμοί μου ἦσαν εύγλωττοι, ὡς κατορθώνουν νὰ γράφουν οἱ ἐλαφροί μας φιλόλογοι, τοὺς ὁποίους εἶχα, ὡς φαίνεται, ἄδικον νὰ περιπαίζω διὰ τοῦτο. Πρὶν τῷ ὄντι ἀνοίξω τὸ στόμα ἔσπευσεν ἡ Χριστίνα ν’ ἀποκριθῇ εἰς τὸ βλέμμα μου.
«Εἶμαι, καϋμένε, κατάκοπη, ἀφανισμένη, ἄφησε μέ, σὲ παρακαλῶ, ἀπόψε».
Τὴν ἐκαληνύχτισα μὲ βαρυθυμίαν καὶ ἀπεσύρθην εἰς τὸ ἰδικόν μου δωμάτιον. Πρέπει ὅμως νὰ εἴπω ὅτι διὰ τὸ χωριστὸν ἐκεῖνο δωμάτιον δὲν ἔπταιεν ἐκείνη. Τὸ εἶχα προτείνει ἐγὼ μετὰ τὴν ἐπιστροφήν μας ὡς ἀριστοκρατικώτερον, καὶ κατὰ τί διὰ τὸν λόγον ὅτι εἶχα παραχορτάσει εἰς τὴν Ζιᾶν. Πλὴν τῶν ἄλλων ἔχουν καὶ τοῦτο τὸ ἀλλόκοτον οἱ ἐρωτευμένοι, ὅτι δὲν δύνανται νὰ ἐννοή-