Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/170

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
166ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

καὶ ἀτελεύτητοι, τὴν δὲ στενοχωρίαν ἡμῶν ηύξανε πρὸ πάντων το ἄδηλον τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἔται ἀπέμενον ἀκόμη να διανύσωμεν ῥιγοῦντες ἐπὶ τοῦ ξηροβράχου. Η θέσις ἡμῶν ἦτο ὡς δυστυχούς καταδικασθέντες ὑπὸ σκληροῦ δικαστηρίου εἰς τὴν κοινὴν ἀορίστου ἀριθμοῦ ἐτῶν προσκαίρων δεσμῶν!

Εἰς τοιαύτην εὑρισκόμην περὶ τὸ ἑσπέρας ψυχῆς διάθεσιν ἢ μᾶλλον ἀδιαθεσίαν, ὅτε προσῆλθεν ὁ Ῥοβινσὼν τῆς νήσου, ὁ πράκτωρ καφφεπώλης, λέγων μας μετὰ θαυμαστῆς ἀταραξίας: «Τὸ ἀτμόπλοιον δὲν θὰ ἔλθῃ ὡς αύριον τὸ πρωί. Ποῦ εἶνε τὰ ροῦχα σου νὰ σοῦ στρώσω;» Τότε κατά πρῶτον ἐδιδάχθην ὅτι εἰς τὴν πτωχήν μας γλῶσσαν εἶνε δισήμαντος ή λέξις ροῦχα,[1] δηλοῦσα καὶ στρώμα, ἐφόδιον οὐχ ἧττον τῶν ἐνδυμάτων ἀπαραίτητον εἰς τὸν περιηγούμενον τὴν Ἑλλάδα. Πλήν τοῦ δωρεάν γλωσσικού μαθήματος ἀνέλαβεν ὁ καλὸς ἄνθρωπος νὰ μοι προμηθεύσῃ δεῖπνον καὶ κοίτην ἀντὶ ταλήρου. Τὸ πρῶτον συνίσταται, ὡς τὰ τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκ ξηροῦ ἄρτου, ὃν μ’ ἔκαμε νὰ εὕρω ηδύτατον ή πεῖνα, καὶ τηγανητοῦ ἐψαρίου, τὸ ὁποῖον καθίστα τελείως ἀκατάποτον δυσωδία ελλυχνίου ἀξία νὰ παραδληθῇ πρὸς τὴν ἀποπνέουσαν ἐκ τῶν λέγων τοῦ Ἰσοκράτους. Ἡ ὀσμὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐλαίου καὶ ἡ ἀηδία τῶν ἱσοκώλων, παρίσων καὶ ὁμοιοτελεύτων τῆς πρὸς Δημόνικον Παραινέσεως εἶνε αἱ ἀκικρόταται αναμνήσεις τῶν σχολικῶν μου χρόνων. Αλλὰ πολὺ μᾶλλον του συμποσίου ἦτο τὸ ἀναμένον ἡμᾶς ὑπνωτήριον ἄξιον περιγραφῆς. Τὸ λεγόμενον πρακτορείον συνίστατο ὁλόκληρον ἐξ ἑνὸς μόνου ισογείου καὶ οὐχὶ μεγάλου θαλάμου, ὅπου ἔμελλον νὰ συγκοιμηθῶσιν ἀδελφικῶς οἱ ἐπιβάται τῆς «Βασιλίσσης», ἕνδεκα τὸν ἀριθμόν, ἤτοι δύο ἐν φουστανέλα ἀκαδημαϊκοί πολίται, εἰς καλόγηρος, δέσμιος ὑπόδικος αγόμενος εἰς Πάτρας ὑπό δύο χωροφυλάκων, τρεῖς χωρικοί, ὁ γράφων καὶ γέρων τις ξένες περιηγητής. Εις τούτους προσετέθησαν μετ’ ολίγον δύο κλωβοί πλήρεις ορνίθων πρὸς προφύλαξιν αὐτῶν ἀπὸ τῆς ἐπελθούσης ῥαγδαίας βροχής. Πάντα ταῦτα τά τε πτερωτὰ καὶ ἄπτερα δίποδα, ὡς ὠνόμαζεν ὁ Πλάτων τοὺς ἀνθρώπους, ἐπρόκειτο νὰ διέλθωσιν ἀτελεύτητον νύκτα φθινοπώρου ἐντὸς χώρου μὴ παρέ-


  1. Τὴν τρίτην, κάπως δυσέκφραστον, τῆς λέξεως σημασίαν ἔτυχε νὰ μάθω βραδύτερον έν Ἀθήναις.